Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θρύλοι του Μεραμπέλου: Το μυρισμένο κατσοπρίνι

Άμα ξεκινήσεις, για να επισκεφτείς την Παναγία στα Περάμπελα Λασιθίου, δεν υπολογίζει της συγκινήσεις και τις εκπλήξεις που θα σου προξενήσει το ταξίδι.

Ανεβαίνοντας από τη Νεάπολη προς τα ερείπια της αρχαίας Δρήρου, ακολουθείς τη θαμνοσκέπαστη πλαγιά κι ο δρόμος όλο στροφές, σε φέρνει πάνω στους λόφους σ’ ένα γραφικό μικρό οροπέδιο. Το κοιτάζει, παρατηρείς τα σπίτια, που βρίσκονται στη μέση, κι απορείς με τους ανθρώπους που ήρθαν και τους έδωσαν ζωή. Κουρούνες ονομάζεται το χωριό. Χαμογελάς με τ΄ όνομα και προχωρείς. Τα Περάμπελα σε περιμένουν. Η Παναγία σε καρτερεί. Έχει πολλή μοναξιά τα τελευταία χρόνια και τις αποζητά τις επισκέψεις…

Περνάς την κεντρική πόρτα και σταματάς. Το ρίγος της ιστορίας και του θρύλου αρχίζει και διαπερνά το κορμί σου…

Η εκκλησία της Παναγίας δεν είναι τωρινή. Λιτό κτίριο, ρυθμού Βασιλικής, λένε ότι χτίστηκε στα 1080 μ.Χ. και συνδέθηκε αξεδιάλυτα μ΄όλα τα γεγονότα της περιοχής με τέτοια δράση, που ξέφυγε απ’το χώρο της ιστορίας και πέρασε στο θρύλο.

Από στόμα σε στόμα κυκλοφορεί, στην περιοχή της Νεάπολης, ο λόγος για το μυρισμένο Κατσοπρίνι που μοσχομύριζε χειμώνα-καλοκαίρι σαν τον Νερατζανθό. Κι ο θρύλος λέει, μα ας ακολουθήσομε τη σειρά των γεγονότων, όπως τα συγκράτησε η μνήμη της Μαρίας Μπουρλάκη:

«Σε καιρούς περασμένους, το Μοναστήρι της Παναγίας είχε πολύ κόσμο. Το τοπίο ήταν κατάλληλο για πνευματικές ασκήσεις και οι αδελφοί δεν υστερούσαν. Μα δεν παραμελούσαν και τα υλικά. Τα κοπάδια του Μοναστηριού έβοσκαν στις πλαγιές τριγύρω και τα κουδούνια τους ομόρφαιναν την πλάση. Οι μέλισσες ζουζούνιζαν κι από λουλούδι σε λουλούδι έφερναν το νέκταρ και τη γύρη στις κυψέλες. Τα κελαρικά του Μοναστηριού ήταν γεμάτα από τα τυριά και τις μυζήθρες, τα μέλια, και τ΄αμύγδαλα, κι όλα του τόπου τα καλά. Αληθινός πλούτος και πραγματικός θησαυρός που η φήμη του απλωνόταν μέρα με τη μέρα, όλο και μακρύτερα, ώσπου έφτασε και στ΄αυτιά των άπιστων. Κι από την παραλία του Χοχλακιά ανέβηκαν μια μέρα και πήραν το δρόμο για το φημισμένο ησυχαστήριο.»

Εκείνη τη μέρα, το πρωί, είχαν σηκωθεί ένας καλόγερος με έναν εργάτη, φόρτωσαν τα ζώα με τα καλά του Μοναστηριού και ξεκίνησαν για το Ηράκλειο, να τα πουλήσουν. Προχωρούσαν αμέριμνοι και ξαφνικά, σε μια στροφή του δρόμου, ανταμώθηκαν με τους αλλόπιστους.

-Πού πάτε, μωρέ; Τους ρώτησαν στρέφοντας καταπάνω τους τα όπλα.

-Στο “Μεγάλο Κάστρο”. Πάμε να πουλήσουμε τα πράματα του Μοναστηριού, απάντησαν ταραγμένοι.

-Κι από που θα πάμε στα Περάμπελα; ξαναρώτησαν.

Ο καλόγερος αντιλήφθηκε πως το Μοναστήρι του κινδύνευε κι έδειξε δρόμο αντίθετο από τον κανονικό, για να κερδίσει χρόνο. Μόλις απομακρύνθηκαν οι εχθροί, πήρε τρεχάτος τον κανονικό δρόμο για το Μοναστήρι, να ειδοποιήσει για τον κίνδυνο που πλησίαζε.

-Κλείστε τις πόρτες! Έρχονται οι Τούρκοι! Τις θύρες κλείστε! Φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του από το ύψωμα που βρίσκεται πάνω από το ιερό κοινόβιο.

Στο μεταξύ, άλλη ομάδα Τούρκων είχε φθάσει σχεδόν στο Μοναστήρι, μα πριν προλάβουν να το πατήσουν, οι πόρτες έκλεισαν από τη φωνή του καλόγερου που ακούστηκε τριγύρω. Κι οι εχθροί ρίχτηκαν σε καταδίωξή του. Ο καλόγερος ζήτησε τη σωτηρία στα κλαδιά ενός πρίνου. Οι διώκτες έφτασαν στη ρίζα του δέντρου, κοίταζαν τριγύρω, μα δεν έβλεπαν τίποτα. Ένας σκύλος, που είχαν μαζί τους, στράφηκε προς τα πάνω και γάβγιζε…

Ο καλόγερος πιάστηκε και ύστερ΄από φριχτά μαρτύρια κρεμάστηκε ανάποδα από τα κλαδιά του πριναριού και πότισε με τα αίμα του τις ρίζες του. Ύστερα από τρεις μέρες, ο ηγούμενος με μερικούς μοναχούς άνοιξαν το Μοναστήρι, φώναξαν και βοσκούς, πήγαν στον τόπο του μαρτυρίου κι ετοιμάστηκαν να ξεκρεμάσουν το σώμα του μάρτυρα, αλλά έμειναν έκπληκτοι απ΄αυτό που αισθάνθηκαν. Ο τόπος μοσχομύριζε σαν αρωματισμένος κι ο ηγούμενος κατάλαβε τι είχε γίνει και τ΄αποφάσισε.

-Εδώ θα ταφεί ο μάρτυρας αδελφός μας, είπε. Εδώ είν΄ο τόπος του!

Τον έθαψαν κι ύστερα γύρισαν στο Μοναστήρι κι αφιερώθηκαν στα συνηθισμένα τους έργα. Όμως, η ευωδία που αισθάνθηκαν την ώρα που πήγαν να κηδέψουν τον καλόγερο, δε χάθηκε. Ο πρίνος, που τον κρέμασαν, εξακολουθούσε να μοσχομυρίζει χειμώνα καλοκαίρι κι ο κόσμος ονόμασε το δέντρο “το μυρισμένο κατσοπρίνι” κι έτσι πέρασε στην ιστορία. Κανείς δεν τον πείραζε. Κανείς δεν έκοβε κλαδί απ΄αυτό. Όλοι το σέβονταν, καθώς περνούσαν από κοντά του…».

Μερικοί διηγούνται διαφορετικά το θρύλο του Κατσοπρινιού. Εκεί, λέει, που σκότωσαν, την εποχή του γιανιτσαρισμού, οι Τούρκοι τον καλόγερο, υπήρχε ένας μικρός θάμνος, ένα κοινό κατσοπρίνι. Οι βοσκοί φοβόνταν να τον μεταφέρουν στο Μοναστήρι και να τον θάψουν. Πήγαν, λοιπόν, νύχτα, έσκαψαν στη ρίζα του κατσοπρινιού ένα λάκκο, έθαψαν τον νεκρό, τον σκέπασαν με πέτρες και με χώμα κι ύστερα λύγισαν τα κλαδιά του κατσοπρινιού και τα πέτρωσαν πάνω απ΄αυτόν τον πρόχειρο τάφο, για να μην διακρίνεται και για να μην μπορούν τ΄άγρια ζώα να τον ανοίξουν. Έτσι, όπως πιστεύουν, ποτίστηκε το κατσοπρίνι με το άγιο αίμα του μάρτυρα κι από τότε κι ύστερα μύριζε. Κι όσο κι αν είχαν περάσει από τότε χρόνια και το άλλοτε κατσοπρίνι έγινε κανονικός πρίνος, η ευωδία, που έμοιαζε με ελαφριά μυρωδιά νερατζανθού, εξακολουθούσε να ευωδιάζει την ατμόσφαιρα γύρω από το δέντρο. Επάνω στον πρίνο (και πρωτύτερα στο κατσοπρίνι) δε βρισκόταν κανένα άγριο αρωματικό αναρριχητικό φυτό, τριγύρω δεν υπήρχαν θυμάρια ή άλλοι μυρωδάτοι θάμνοι, για ν΄αποδοθεί σ΄αυτούς το άρωμα που αισθανόταν όποιος περνούσε απ΄εκεί. Έτσι, δεν απόμενεν άλλη εξήγηση απ΄αυτή που είχαν δώσει την αρχή οι άνθρωποι του Μοναστηριού…

Πριν καμπόσα χρόνια το δέντρο πέρασε στην κατοχή μια γυναίκας που ανέβηκε πάνω του κι άρχισε να κόβει κλαδιά και να τα ρίχνει στην κατσίκα της. Η κατσίκα, λέει, ψόφησε, η γυναίκα έχασε τα λογικά της και το δέντρο ξεράθηκε. Κανείς όμως δεν άγγιξε τα ξύλα του. Τα μάζεψαν καλά καλά, άνοιξαν λάκκο μεγάλο και τα έθαψαν, σαν να κήδευαν κάτι ζωντανό από την ίδια τους την οικογένεια!…

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ιστορία του Μοναστηριού.

Όπως σε όλα τα Μοναστήρια της Κρήτης έτσι κι εδώ, κάτω από τη φιλόξενη στέγη του έβρισκαν καταφύγιο όλοι οι καταδιωγμένοι της περιοχής κι οι πόρτες του ήταν ανοιχτές σε κάθε αναγκεμένο. Στη μεγάλη επανάσταση του 1866, που λαμπαδιάστηκε η Κρήτη από τη μιαν άκρη ίσαμε την άλλη, η Παναγία στα Περάμπελα πέρασε μεγάλη αγωνία. Έξω από την αυλή της έγινε μάχη πεισματική ανάμεσα στους δικούς μας, που είχαν αρχηγό τον γενναίο Σταυρακομιχάλη, και στους αλλόπιστους που ήρθαν με σκοπό να λεηλατήσουν το ιερό καταφύγιο.

Η αντίσταση των Κρητικών ήταν τόσο σκληρή, ώστε οι εχθροί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, εγκαταλείποντας ακόμη και τους νεκρούς τους,τους οποίους οι δικοί μας έριξαν σε μια άπατη τρύπα (σε μια λατσίδα) λίγες δεκάδες μέτρα από το Μοναστήρι…

Σ΄εκείνο τον τρίχρονο αγώνα, κάποια φορά οι Τούρκοι κατόρθωσαν και μπήκαν στο ιερό κοινόβιο. Έπιασαν τους 13 καλόγερους (τόσους είχε τότε η Μονή) και τους έστεσαν μπροστά στην Ωραία Πύλη, ενώ τον γέροντα ηγούμενο υποχρέωσαν ν΄ανέβει πάνω στην Άγια Τράπεζα, με σκοπό να τους εκτελέσουν.

Σήκωσαν τα όπλα, σημάδεψαν τα αθώα θύματα, που στέκονταν ατάραχα μέσα στον ιερό χώρο, παρακαλώντας νοερά το Λυτρωτή του κόσμου για τη δική τους σωτηρία, καθώς και για τη σωτηρία της Κρήτης. Ο πρώτος Τούρκος πάτησε τη σκανδάλη του όπλου του και γίνηκε το πρωτάκουστο: Το όπλο έσκασε και τύφλωσε τον ίδιο, καθώς και τους δυο συντρόφους του, που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του, ενώ η σφαίρα διαπέρασε το ξυλόγλυπτο τέμπλο, λίγο επάνω κι αριστερά από την Ωραία Πύλη κι έπεσε στο πάτωμα του ιερού, όπου και σφηνώθηκε!…

Οι άλλοι Τούρκοι τα΄χασαν! Μόλις συνήλθαν από την έκπληξη, έπεσαν στα γόνατα κι ύστερα με δάκρυα πήραν τους τυφλωμένους συντρόφους τους, καθώς κι έναν καλόγερο για οδηγό, που τους οδήγησε μακριά. Η οπή, που άνοιξε η σφαίρα στο τέμπλο, υπάρχει σαν αδιάψευστη μαρτυρία αυτών που περιγράψαμε πιο πάνω!

Τώρα το Μοναστήρι είναι έρημο! Μοναχή η εκκλησία υψώνεται στη μέση των ερειπωμένων κελιών! Οι όρθροι και τα μεσονυκτικά δεν ακούγονται! Το μυρισμένο κατσοπρίνι, πάει κι αυτό, χάθηκε!

Μονάχα ο θρύλος ζει και πεισματικά κρατεί όσα ο χρόνος όλο και πιο πολύ ζητά να εξαφανίσει…

Πηγή: Χαρωνίτης Βασίλης, Η Κρήτη των θρύλων, Τέταρτη Έκδοση, (Αθήνα: 2004, Κρητικά Γράμματα)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Αρέσει σε %d bloggers: