Η Παναγία Κεραγωνιώτισσα

(Πως χτίστηκε και πως πήρε το επίθετο)
Οι θρύλοι της δημιουργίας της Παναγιάς της Κεραγωνιώτισσας που βρίσκεται στη Λατσίδα Λασιθίου (πλησίον Νεαπόλεως) αποτυπωμένοι από το Μιχάλη Χουρδάκη – Νίσπιτα. Δημοσιεύτηκε στη λασιθιώτικη εφημερίδα «Ανατολή».
Για το πως χτίστηκε το ξωμονάστηρο τση Κεραγωνιώτισσας και γιατί πήρε το προσωνύμιο αυτό έχουν διασωθεί δύο θρύλοι ενδιαφέροντες.
Ο ένας είναι αρκετά διαδεδομένος στις μέρες μας, ο άλλος είναι άγνωστος σήμερο στον πολύ κόσμο, έχει όμως διασωθεί καταγραμμένος από την αφεδιά μου το 1958 (όταν ήμουν ακόμα μαθητής της Στ’ τάξης του παλιού εξατάξιου Γυμνασίου Νεάπολης).
Άξιο προσοχής στην περίπτωσή μας, όχι όμως σπάνιο φαινόμενο είναι το γεγονός ότι οι δύο θρύλοι αναφέρουν το επίθετο “Κεραγωνιώτισσα” που συνοδεύει την Παναγία.
Ας αφήσουμε όμως την αφηγήτριά μου να αναφερθεί στον διαδεδομένο σήμερο και αρκετά γνωστό θρύλο.
Θρύλος Α’
Ήτανε εκείνο τον καιρό μία ζητιάνα από το χωριό Γωνιές, που εγύριζε το Μεραμπέλλο κι εδιακονούντανε. Μιά φορά ενυχτώθηκε όξω από τη Λατσίδα κι εκοιμήθηκε στον ίδιο τόπο που είναι χτισμένη η εκκλησία. Το πρωί εσκώθηκε η ζητιάνα από μια λάμψη που ήκανε βόλτες γύρω γύρω από ένα βάτο.
Επήγε αυτή κοντά στο βάτο και βρήκε το εικόνισμα τση Κοίμησης κι ως εγύριζε στο χωριό της, επέρασε από το μοναστήρι της Κεράς και το ‘δειξε στσοι καλογέρους, που το κρατήξανε.
Την άλλη μέρα όμως το εικόνισμα δεν ήτανε στη θέση που το ‘χανε βαρμένο οι καλόγεροι.
Ένας καλόγερος επήγε στις Γωνιές, γύρεψε τη ζητιάνα και τσ’ είπε να πάνε μαζί να του δείξει που εβρήκε το εικόνισμα.
Ήρθανε εδώ στο χωριό, ήδειξε το βάτο η διακονιάρα, βρήκανε το εικόνισμα στη θέση του και ο καλόγερος το πήρε πάλι στο μοναστήρι ντου, μα τη νύχτα ήφυγε πάλι η Παναγία από το Μοναστήρι τση Κεράς κι ήρθε στο βάτο.
Είδανε κι από ‘δανε οι καλόγεροι, αποφασίσανε και ήρθανε όλοι μαζί εκεί που ήταν ο βάτος, εσυντράμανε και οι χωριανοί, χτίσανε την εκκλησία και βάλανε μέσα την εικόνα.
Επειδή η ζητιάνα ήταν από τσι Γωνιές και οι καλόγεροι που πρωτοστατήσανε ήσανε από το μοναστήρι της Κεράς, εβγάλανε την Παναγία, Κεραγωνιώτισσα, όπως την ακούμε και σήμερο.
Αφηγήτρια: Μαρίνα Μ. Ανδρουλάκη από τη Λατσίδα, ετών 65, 15 Αυγούστου 2011.
Θρύλος Β’
Απαραίτητα προλεγόμενα για το Β’ θρύλο
Η καταγραφή του Β’ θρύλου έγινε, αν θυμούμαι καλά, το 1958 στο χωριό Βουλισμένη από συζήτηση της θείας Αγλαϊας Καλλιατάκη-Διαλλινά, κόρης του Διαλλινομιχάλη, με τη Μαρία Γεω. Χουρδάκη-Μακράκη (Χατζήνα ή Μακρομαρία) γιαγιά του Νίσπητα.
Η συζήτηση έγινε στο κατώφλι του σπιθιού της θείας Αγλαϊας.
Ως εγγονός συνόδευα τη γιαγιά Χατζήνα μέχρι τους Αγίους Σαράντα για να ανάψει τα καντήλια στη χάρης Τους κάθε Σάββατο απομεσήμερο, χρόνια πολλά, από τότε που και οι τέσσερις γιοί της γύρισαν από το Αλβανικό μέτωπο σώοι και αβλαβείς.
Έτσι καθώς η περασά μας ήταν από τη Βουλισμένη, δίδονταν η ευκαιρία στις πρώτες ξαδέλφες, να βλέπονται τακτικά, να κουβεντιάζουν, να πίνουν το καφεδάκι τους, μα και σε μένα, που ‘χα ορθάνοιχτα τ’ αυτιά, να απολαμβάνω και το λουκουμάκι ή τη βανίλια, που, ως έλεγε η συγχωρεμένη θεία Αγλαϊα, τα φύλαγε για “να τρατέρνει το Μιχελιό τζη” (εννοούσε την αφεδιά μου, που μ’ αγαπούσε πληθερά επειδή είχα γεννηθεί ‘σπερνό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και πήρα το όνομα του πατέρα της Διαλλινομιχάλη).
Η γιαγιά Χατζήνα, θυμούμαι από συζητήσεις, ήταν δυό τρία χρόνια μικρότερη από τη ξαδέλφη της, γεννημένες και οι δύο μέσα στη δεκαετία του 1880.
Χαρακτηριστικό στις συζητήσεις τους ήταν ότι η θεία Αγλαϊα δεν προσφωνούσε τη Χατζήνα “αξαδέρφη” αλλά “…παιδί μου, Μαρία”.
Φέραν λοιπόν εκείνο το απόγευμα την κουβέντα τση Κεραγωνιώτισσας, η γιαγιά Χατζήνα δεν εγνώριζε πως εχτίστηκε το ‘ξωμονάστηρο και για ποιό λόγο είχε αυτή την ονομασία και ανάλαβε η Αγλαϊα να αφηγηθεί το θρύλο που εγνώριζε.
Εδώ πρέπει να επισημάνω το γεγονός ότι η συγχωρεμένη θεία εγνώριζε πολλά πράματα, ήταν πολυλογού, όπως όλες οι Διαλλινούδες, μα ο τρόπος που διηγούνταν τις ιστορίες της ήταν τέτοιος, που – τουλάχιστο εμένα ως θυμούμαι – με συνέπαιρνε κι ας μην άφηνε λεπτομέρεια να της διαφύγει. Θέλω να πω ότι δε βαριόσουνα να την ακούς κι έλεγες να μην σταματήσει την όποια διήγησή της.
Η αρχική καταγραφή έχει πολλές παρεμβάσεις της συγχωρεμένης Χατζήνας στο διάστημα της διήγησης του θρύλου για διευκρινίσεις επί του θέματος, όμως, για τη συνοχή του κειμένου τις έχω παραλείψει – εκτός μιας στο τέλος της διήγησης που την έκρινα απαραίτητη – ώστε ο χειμαρρώδης λόγος της συγχωρεμένης Αγλαϊας να ρέει αδιάσπαστος και να φανεί η ομορφάδα που τον διέπει.
Θρύλος Β’
Αυτό, παιδί μου Μαρία, να σου πω ‘γω πώς εχτίστηκε η Κεραγωνιώτισσα, είπε η θεία Αγλαϊα και άρχισε.
Την κρήτη τηνε διαφεντεύανε ‘κεινουσάς τσοι χρόνους οι Βενετοί (σ.σ. Βενετσάνοι), όντεν ενείρεψε η χάρη τση Παναγίας ένα Λατσιδιανό Μπουργούρη, να πάει – σου λέει – στο ντρυά του ποταμού να βρει το ΄κόνισμά Τζη διχάλα του δέντρου να το προσκυνήσει.
Αξημέρωτα εσκώθηκε ο άθρωπος κι ήπιασε το ρυάκι, ήφτασε στο ντρυά, είδε το ‘κόνισμα στη διχάλα, επροσκύνησε κι απόη το πήρε στο σπίτι ντου.
Εφώνιαξε δα ύστερα τον παπά, ήκαμε ‘κεινος το διαβαστικό ντου, κι ύστερα ο Μπουργούρης ήβαλε μιαν πρόκα στον τοίχο, εκρέμασε το ‘κόνισμα κι ήψε ακοίμητο καντήλι.
Την άλλη ταχυνή το ‘κόνισμα με το καρφί και το καντήλι ελείπανε από τη θέση ντως. Ο Μπουργούρης εθάριε πως εμπήκανε κλέφτες τη νύχτα και του πήραν το ‘κόνισμα, ωστόσο δεν είδε και πράμα σκάρμη.
Επήε ‘κείνος ντελόγο στου παπά: – Ετσέ κι ετσί, παπά μου, μόνο ‘πε μου ίντα δα γενώ και πού δα πάρω.
Κάνει τοτεσάς του Μπουργούρη ο παπάς: – Άμε στο ντρυά και η Κοίμηση – προσκυνώ και δοξάζω – είν’ εκειά πηγαιμένη. Φέρε το ‘κόνισμα στην εκκλησά ν’ ακούσει εφτά Λειτρουγιές κι απόη άμε ντο πάλι στο σπίτι σου.
Εξανάπιασε ο άθρωπος το ρυάκι και σαν ήφταξε θωρεί το ‘κόνισμα κρεμασμένο στην πρόκα και το καντήλι αφτούμενο στη διχάλα του δέντρου.
Τρεις βολές ήπαιρνε ο Μπουργούρης το ΄κόνισμα κι αυτό εγιάγερνα στο ντρυά.
Την τρίτη βολά γιαγερμένο το ‘κόνισμα στον τόπο ντου, ενείρεψε η χάρη Τζη και το Μπουργούρη και τον παπά το ίδιο βράδυ και τώσε κάνει:
-Αφήστε με στην αναπαγή μου, μόνο να μου χτίσετε εκειά μιαν εκκλησά να λειτουργούμαι.
Ταχυνή-ταχυνή εσκώθηκε ο Μπουργούρης να πα ‘βρει τον παπά να του πει για το ‘νείρεμα, μα την ιδιαμένη ώρα εκίνα κι ο παπάς από το κονάκι ντου να πα’ βρει το Μπουργούρη. Εσμίξανε στη μεσοχωριά και σαν τα ‘πανε μέσες-άκρες, εμπήκανε στο ντουκιάνι για το βραστάρι ντως, να σοκουβεντιάσουνε και το μαντέ. Ως είχανε στεμένη την αραζό για το ‘νείρεμα και τα πηαινοστρατίσματα του Μπουργούρη στο ντρυά, εκούγανε κι οι γι επίλοιποι μουστερήδες.
Πες ο γεις, πες ο άλλος, εμαθεύτηκε το θάμασμα τση Παναγιάς σ’ όλοκληρο το Μεραμπέλλο κι ερχούντανε σύρμα οι χρισθιανοί στο ντρυά να προσκυνήσουνε τη χάρη Τζη, ίσαμε που ‘ βγαλε ο παπάς τελάληδες πως την Κεριακή, απόυ ‘ ρχεται, δα κάμει Λειτρουγιά σε κειονά τον τόπο.
Οι τελάληδες που ‘χενε πεμπάτους ο παπάς στα χωριά του Μεραμπέλλου, σαν εποτελαλίζανε, εκάθουντο στα ντουκιάνια πέρα-πώδε κι ελέγανε των αθρώπω για το θάμασμα τση Μεγαλόχαρης – προσκυνώ και δοξάζω. Στη γύρα απού ‘κανε ο γεις τελάλης, επέρασε κι από τη Φουρνή.
Επαδά, παιδί μου Μαρία, πρέπει να σου πω ότι, στο Κάτω Χωριό (σ.σ. της Φουρνής), εκάθουντο ένας καλόσειρος νοικοκύρης, πλούσος αυτός, πλούσα κι η γυναίκα ντου, απού ήσανιε ερχομένοι απο τσι Γωνιές και τόνε ‘λέγανε Γωνιώτη.
Είχανε κι ένα κοπέλι, το Γωνιωτάκι, απού ήτονε φθισικό και το ‘χανε πηγαιμένο στο βουνό σ’ένα σπηλιάρι, για να ‘ναι μακρά ‘πό τσ’ αθρώπους να μην κολλήσουνε την παντέρμη αρρώθια.
Εκειά επηγαίνανε, ψωμί και νερό του κοπελιού ντως και του τα δίνανε από τον πόρο με την κοντάρα για πάσα ενδεχόμενο.
Η κερά του Γωνιώτη, η Γωνιώτισσα ήτασσε το κοπέλι τζη στσ’ αγίους να γενεί καλά, μ’ αυτό δεν ήλεγε το κακορίζικο να δει την υγειά ντου.
Σαν ήκουσε δα ΄κείνη τον τελάλη να λέει για τη λειτρουγιά του ντρυά και τση ΄πε και ο αφέντης τση αργά ίντα ‘λεγε ο τελάλης στο καφενείο για το ‘κόνισμα, ήταξε το κοπέλι τζη στην Παναγιά κι είπε τ’ αφέντη τζη πως το δίχως άλλο ήπρεπε να πάνε να λειτουργηθούνε κι ετσά επράξανε.
Κεινιά την Κεριακή, εμαζώχτηκε λεφούσι ο κόσμος στη Λειτρουγιά. Ήβγαλε κι ο παπάς λόγο ότι, σώνει και καλά, πρέπει να χτίσουνε σε κειονά τον τόπο μιαν εκκλησά τση Κοίμησης. Φτωχοί δα οι γι αθρώποι, δεν είχανε να δώσουνε παράδες.
Την ώρα – σου λέει – απούν εμίλιε ο παπάς, η Γωνιώτισσα είδε πανόραμα, πως το κοπέλι τζη, λέει, ντυμένο στ’ άσπρα στιχάρια ελαμποκόπα κι ως επροσκύνα το ‘κόνισμα, αποπάνω από το ντρυά μια μεγάλη λάμψη ήδινε στου κοπελιού την κεφαλή.
-Αφέντη, κάνει τ’ αντρούς τση, μιαν κοπανιά η κερά Γωνιώτισσα. Η Παναγιά θα κάμει καλά το κοπέλι μας, μόνο εγώ θα βάλω τα δουκάτα που ‘χω φυλαγμένα στο φότζερο τση κασέλας να χτίσομε την εκκλησά.
Ετσά ήπραξε ‘κείνη και σε δυο τρεις μήνες η εκκλησά ήτονε έτοιμη, μα με το άστεντού, τα εγκαίνια τα ‘καμε ο βενετσάνος γούμενος από το μοναστήρι τ’ Αγιαντωνιού στο Φραρό.
Τα χαμπάρια – παιδί μου Μαρία – εφτάξανε ίσαμε τη Χώρα και τα ‘μαθε ο άρχοντας τση Κρήτης.
Σαν είδανε οι χρισθιανοί πως ο βενέτης γούμενος ήκαμε δική ντου την εκκλησά, εκάμανε – σου λέει – επιτροπή κι επήε στη Χώρα να κάμει σκιαέθια του άρχοντα τση Κρήτης.
Δίκαιος ‘κείνος εσκέφτηκε πως, αφού την εκκλησά τήνε χτίσανε οι ορθόδοξοι, σ’ αυτοινώς πέφτει κι εμήνυσε του γούμενου στο Φραρό να μην ξαναπατήσει τον πόδα ντου σε ‘κεινιά την εκκλησά.
“…Σε καμπόσες μέρες – σου λέει – ήρθε ο ίδιος ο μητροπολίτης από τη Χώρα κι ήκαμε “σ’ έργου του Θεού” τα δικά μας εγκαίνια.
Δίπλα στα εγκαίνια, παιδί μου Μαρία, εκάμανε στην εκκλησά κι επειδή η Γωνιώτισσα από το Κάτω Χωριό τση Φουρνής ήβαλε τον παρά και τήνε χτίσανε, τήνε βαφτίσανε δα αποκειά κι ύστερα Κεραγωνιώτισσα.
-Ντα γίνουνται, μπρε Αγλαϊα, στσ’ εκκλησές δυο βολές εγκαινία; Ρώτησε η συχωρεμένη γιαγιά Χατζήνα με μεγάλη απορία.
Η θεία Αγλαϊα, που ‘χε πάρει φόρα κι επειδή είδε πως η διήγησή της προκαλούσε αρκετό ενδιαφέρον, συνέχισε.
-Εγίνουντο, παιδί μου Μαρία, εγίνουντο, κεινουσάς τσοι χρόνους και τριπλά εγκαίνια, γιατί οι Βενετοί παπάδες επαίρνανε και τσ’ εδικές μας θρονιασμένες εκκλησές, εκάνανε τα δικά ντως εγκαίνια κι όντεν ήθελ’ ‘α τύχει δίκαιος άρχοντας τση Κρήτης κι ερχούντονε στ’ αυθιά ντου τέθοιος μαντές, τσι γιάγερνε πάλι στσ’ εδικούς μας παπάδες κι εξανάκανε εγκαίνια. Ο άρχοντας τοτεσάς ήβγαλε και διαταγή να χτίζουνε οι Βενετοί παπάδες δικές τως εκκλησές και να μην πειράζουνε τσ’ εκκλησές των Κρητικώ.
Δύσκολοι χρόνοι, παιδί μου Μαρία, δύσκολοι, σου λέω, και πως εντέξανε οι συχωρεμένοι οι προπατόροι μας!
-Ναι μπρε Αγλαϊα! Μα δε μου ‘πες ίντα ‘πογίνηκε το φθισικό κοπέλι τσι Γωνιώτισσας.
-Ντα ήφηκες με, παιδί μου Μαρία, να τελέψω την κουβέντα μου, από επετάχτηκες σαν το σκαρτζί; Είπε η Αγλαϊα κι εσυνέχισε.
Σαν ήκαμε δα ο μητροπολίτης τα εγκαίνια της Κεραγωνιώτισσας ως σου ‘πα σ’ έργου ντου Θεού, ο Γωνιώτης και η κερά ντου η Γωνιώτισσα εγιαγύρανε στο Κάτω Χωριό κι ως ενεδιάσανε στο στενό για να πάνε σπίτι, τσ’ ανήμενε το κοπέλι ντως ολόρθο κι εφτάγερο στην πορτέλα. Χαρές και πανηγύρια σ’ ολόκληρο το Κάτω Χωριό ήστεσε η Γωνιώτισσα κι απάνω στο κέφι και στα κλαήματα, ήταξε ‘κείνη Σαρανταλείτουργο στη χάρη της Κοίμησης.
– Με τα δίκια τζη η γυναίκα, μα ήθελα και να κάτεχα πώς εβρήκε την υγειά ντου ‘κειονά το κοπέλι!
– Ώφου, μωρή Μαρία παιδί μου, και με βάνεις εδά να σου διηγούμαι πράματα που τα κατέχει όλος ο κόσμος, μα σαν εσύ δεν επήρες πρέφα, εγώ θα σου την κάμω και τουτηνιά την ιστορία μόνο χαζιρέψου γιατί δα νυχτιαστείτε στο δρόμο.
– Κάμε μου τηνε ‘συ την ιστορία και ‘ξα μου μένα. Άντα χαζίρι το κοπέλι (εννοούσε την αφεδιά μου η γιαγιά Χατζήνα) δεν έχει σκολειό την ταχυνή.
– Το Γωνιωτάκι ήζε στο σπηλιάρι, οι γι εδικοί ντου δεν του σιμώνανε ως σου ‘πα, μόνο του δίνανε ψωμί με την κοντάρα μα με τον καιρό, ένα κλαδί τ’ ασπαλάθου, απού ήτονε φυτρωμένος στον πόρο του σπήλιου, εμεγάλωνε – εμεγάλωνε και δεν εμπόριε η κοντάρα με το ψωμί να φτάξει στα χέρια ντου, μόνο έπρεπε να συρθεί σαν τον όφη να πάρει ψωμί. Επολέμα το κακορίζικο πολλές βολές να κόψει το κλαδί, μα δεν είχενε δύναμη από την παντέρμη φθίση.
Την Κεριακή, απού ‘κανε το θρόνιασμα τση Κεραγωνιώτισσας ο μητροπολίτης, ο ασπάλαθος είχενε φραμμένο τον πόρο τση σπηλιάς καλά – καλά κι εσκέφτουντο το κοπέλι πως η κοντάρα δε δα ‘μπόριε μπλιό να περάσει να πάρει ψωμί ή νερό.
Εκειά που εσκέφτουντο, ένα μεγάλο θάμπος εμπήκε στο σπηλιάρι κι έκατσε στην κεφαλή του κοπελιού. Το κοπέλι ντελόγο ενεντράνισε, εσκώθηκε απάνω, ήπιασε τον ασπάλαθο από τα χαμηλά και τον εξερίζωσε, ήκαμε και καμπόσα ζάλα γύρου – τριγύρου και σαν είδε, σου λέει, πως, το κορμί ντου είχενε ξεκιτρινίσει και πως ο παντέρμος βήχας, απού ‘χενε, εσταμάτησε, επήρε κάτω κι ήρθε στο χωριό στο σπίτι ντου.
Ήπιασε δα ύστερα κι ήψε την παραθιά κι ήκαψε τα ρούχα που εφόριε, ήβγαλε, σου λέει, κι ένα δυο ασκοντάβλες νερό από το πηγάδι τσ’ αυλής τως, ελούστηκε καλά κι απόη ήνοιξε την κασέλα, ήβαλε φρεσκοσιντερωμένα ρούχα κι ετσά φουνταλαμένο εβγήκε στο σοκάκι, εκάτσε στο κατώφλι τση πορτέλας κι ενήμενε τσοι γονέους του να γιαγύρουνε από την εκκλησά γιατί εκάτεχε πως ήτονε Κεριακή και δα να’σανε στη Λειτρουγιά.
Ετουτηνά, παιδί μου Μαρία, είναι η ιστορία τση Κεραγωνιώτισσας – προσκυνώ και δοξάζω τη χάρη Τζη – μόνο σκώσου δα να πηαίνεις με το κοπέλι γιατί ‘ναι πάρωρα.
– Κι από που τα κατέχεις όλα τουτανά, μπρε Αγλαϊα, επετάχτηκε να ρωτήξει η γιαγιά Χατζήνα.
– Όλα τουτανά απού ‘κουσες, Μαρία παιδί μου, μου τα χει ‘πόντα ο μακάριος ο κύρης μου, που τα ‘χενε κι αυτός γροικόντα από τον αγιασμένο τον παππού ντου, μόνο σάλευγε δα, να σας δώσω το φακό να φέγγετε στο δρόμο γιατί ενυχθιαστήκαμε με την κουβέντα, είπε η θεία Αγλαϊα, που μας έφερε το σκουριασμένο φακό κι ετσά εγιαγύραμε στη Νεάπολη πάρωρα κειονά το Σαββατόβραδο.
Μιχάλης Χουρδάκης – Νίσπιτας
Hi great reading youur post
Μου αρέσει!Μου αρέσει!