Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η μάχη της Νεάπολης και η πολιορκία του πύργου του Μασλούμ Καρακάση.

Από το 1825, το φρούριο στη Γραμβούσα Χανίων αποτελεί ορμητήριο των επαναστατών. Η Γραμβούσα αποτελούσε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα ορμητήριο των ελλήνων πειρατών που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν σημαντικά πλούτη από τις επιδρομές τους. Το Σεπτέμβριο του 1827 είχαν στην κατοχή τους τουλάχιστον 48 πλοία διαφόρων τύπων. Από εκεί ξεκίνησαν οι πρώτοι στρατιώτες (κυρίως Ρουμελιώτες που ήλθαν από την Πελοπόννησο) για να αποβιβαστούν στην ανατολική Κρήτη, από όπου θα ξεκινούσε η νέα επαναστατική κίνηση.

Ενίσχυση στα Ανατολικά

Στις 19 Νοεμβρίου 1827 (ή λίγο νωρίτερα κατά το πρώτο 10ήμερο του Νοεμβρίου σύμφωνα με τον Ψιλάκη), ο φιλοκρητικός Τομπάζης στέλνει στο νομό 10 – 12 πλοία με 1500 άνδρες σύμφωνα με τους Κριτοβουλίδη και Ψιλάκη ή 2000 κατά τον Μουρέλλο. Γενικός αρχηγός του στρατεύματος είναι ο Ι. Χαλής. Τα πλοία φτάνουν στο Μαντράκι (Άγιο Νικόλαο). Εκεί τα περιμένουν ο καπετάν Καζάνης μαζί με τον Στακάκη και τον Κομητιανό που είχαν έρθει με 70 διαλεκτούς Σφακιανούς. Ο στρατός τράβηξε προς την Κριτσά όπου έμεινε το πρώτο βράδυ. Την επόμενη πέρασαν από τα Λακώνια και το Χουμεριάκο για να καταλήξουν στη Νεάπολη όπου θα αντιμετώπιζαν τη φρουρά του περίφημου Μασλούμ Καρακάση που αριθμούσε 300 άνδρες. Στη Νεάπολη είχε αφήσει 60 άνδρες, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στη Φουρνή. Οι Τούρκοι του Χουμεριάκου στο θέαμα του ελληνικού στρατού έσπευσαν να ειδοποιήσουν τον Καρακάση. Εκείνος προχώρησε γρήγορα προς τη Νεάπολη και κράτησε γραμμή προς τα Αλωνάκια και τα Χοντροχάρακα. Γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι δεν είχε ελπίδες απέναντι στον πολυάριθμο ελληνικό στρατό και κλείστηκε στον πύργο του περιμένοντας ενισχύσεις από το Ηράκλειο.

Ένα σώμα 300 Τούρκων που ερχόταν προς ενίσχυση του Καρακάση, έπεσε σε ενέδρα του Καζάνη κοντά στη Λατσίδα με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πάνω από 50 Τούρκοι και να αιχμαλωτιστούν άλλοι 14. Ο Καζάνης απέσπασε από το τουρκικό στράτευμα 50 άλογα και μουλάρια. Η πολιορκία του πύργου του Καράκαση κράτησε 4 μέρες. Ο Καρακάσης όμως είχε προλάβει να ειδοποιήσει το Ηράκλειο και στις 25 Νοεμβρίου οι πολιορκητές πληροφορούνται ότι μια δύναμη 2000 Τούρκων (700 κατά τον Κριτοβουλίδη) με ιππικό, δύο τηλεβόλα και δύο ολμοβόλα πέρασε τα Μάλλια πλησιάζει τη Νεάπολη. Ο γενικός αρχηγός του χριστιανικού στρατεύματος, Χαλής, διέταξε ένα μικρό τμήμα του στρατού να συνεχίσει την πολιορκία του πύργου και οι υπόλοιποι με αρχηγό τον Καζάνη και τους Μεραμπελιώτες καπετάνιους που ξέρουν τα μέρη, να πάνε προς το Βραχάσι για να αντιμετωπίσουν το τουρκικό στράτευμα που κατευθύνεται προς τη Νεάπολη. Ο Καζάνης φτάνει στους Αγίους Σαράντα, πάνω από τη Λατσίδα και στέλνει παρατηρητές στην κορφή του βουνού για να δουν από ποιο από τα δύο περάσματα του Σελιναριού θα περάσουν οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι διάλεξαν το πέρασμα του Αγίου Γεωργίου. Οι άνδρες του Καζάνη λαμβάνουν θέση και η μάχη ξεκινά. Η μάχη διαρκεί όλη μέρα. Μέχρι το βράδυ τα χριστιανικά στρατεύματα, μετά από σκληρή μάχη, έχουν καταφέρει να υπερνικήσουν τους Τούρκους και να τους τρέψουν σε φυγή. Μέσα στο σκοτάδι όμως, οι περισσότεροι από τους Τούρκους που έτρεχαν να σωθούν, γλίτωσαν αφού σκόρπισαν παντού μέσα στη νύχτα. Σκοτώθηκαν 250 Τούρκοι και άλλοι 32 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πήραν 250 μουλάρια και άλογα φορτωμένα με τροφές και πολεμοφόδια. Το ίδιο βράδυ, ο Καζάνης επέστρεψε στη Νεάπολη για να ετοιμαστούν για την επίθεση κατά του πύργου την επομένη. Ο Κομητιανός διατάχθηκε να επιτηρήσει το άνοιγμα του Σελιναριού ωσότου τελειώσει η πολιορκία. Το πρωί, μόλις ο Κομητιανός έφτασε στο πεδίο της χθεσινής μάχης, έπιασε 4 κοιμισμένους Τούρκους και βρήκε σε μια ρεματιά όλες τις τροφές που δεν πρόλαβαν να πάρουν οι επαναστάτες την προηγούμενη. Βρήκαν επίσης 2 κανόνια και 2 ολμοβόλα που είχαν αφεθεί στη μέση του δρόμου.

Άλλη εκδοχή της μάχης

Υπάρχει ακόμα μία εκδοχή για τη μάχη αυτή. Ο Καζάνης από τις Πατέλες έπιασε το Κυπαρίσσι (εκεί που σήμερα είναι το νεκροταφείο) και από εκεί φρουρούσε το δρόμο προς το Ηράκλειο. Κατά το μεσημέρι είδε τους Τούρκους να κατεβαίνουν από τον Καλαρύτη. Τότε ο Καζάνης κατέβηκε στις Γραμπέλλες και τους δέχτηκε με ισχυρά πυρά. O Ψιλάκης αναφέρει ότι η μάχη έλαβε χώρα ένα λόφο μια ώρα από τη Νεάπολη. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στον Άγιο Γεώργιο το Βραχασώτη. Αφού τους απέκλεισε εκεί, περίμενε το ξημέρωμα για να τους συντρίψει. Ο διοικητής των Τούρκων Λαδαόγλου είχε ήδη σκοτωθεί την προηγούμενη μέρα οπότε το ακέφαλο τούρκικο στράτευμα που είχαν αποκλειστεί στον Άγιο Γεώργιο ήταν εύκολο να κατατροπωθεί. Όταν οι τουρκικές φρουρές είχαν εξασθενήσει, οι Τούρκοι προσπάθησαν να διαφύγουν μέσα στο σκοτάδι. Όταν το αντιλήφθηκαν οι Χριστιανοί, ήταν αργά. Βρήκαν μόνο τρεις Τούρκους να κοιμούνται μαζί με τα πολεμοφόδια, τις τροφές, τα δύο κανόνια και τα ζώα. Αυτή η εκδοχή, σύμφωνα με το Μουρέλλο δε στέκει διότι θεωρεί πως είναι στρατηγικό σφάλμα να αφήσουν ανενόχλητο τον τουρκικό στρατό να περάσει το πέρασμα του Σελιναρίου και να φτάσει στο κάμπο. Η πρώτη εκδοχή, υποστηρίζει, προέρχεται από τον παππού του συγγραφέα, Μουρελλομανώλη, που είχε πάρει μέρος στη μάχη αυτή. Το πιθανότερο είναι όμως πως αυτή η δεύτερη εκδοχή είναι ασφαλέστερη από την πρώτη αφού σύμφωνα με ιστορικό υπάρχουν και σύγχρονες μαρτυρίες ότι η μάχη έλαβε χώρα σε κάποιο λόφο κοντά στη Νεάπολη.

Πίσω στα γεγονότα, η θριαμβευτική νίκη προκάλεσε ενθουσιασμό στους κόλπους των επαναστατών. Οι άνδρες ζητούσαν από τον Χάλη να διατάξει γενική επίθεση προς τον πύργο του Καρακάση. Ο Χάλης όμως που ήταν συνετός, δεν ήθελε να θυσιάσει κανένα άνδρα σε μια μάχη που είναι σίγουρα κερδισμένη. Αντίθετα, οι πολιορκημένοι που γνώριζαν ότι ερχόταν ενισχύσεις από το Ηράκλειο είχαν αποθρασυνθεί και όχι μόνο απέκρουαν γενναία τα χτυπήματα των πολιορκητών αλλά προέβαιναν και σε ηρωικές αντεπιθέσεις. Όταν όμως αντίκρισαν τους επαναστάτες να γυρνούν νικητές, σκέφτηκαν αμέσως το ενδεχόμενο να παραδοθούν υπό όρους, πρόταση που τους είχε κάνει ο Χάλης. Ζήτησαν 5ωρη προθεσμία για να αποφασίσουν, ο Χάλης όμως, φοβούμενος μήπως σταλεί κι άλλο στράτευμα από το Ηράκλειο δεν το ενέκρινε. Οι όροι που πρότεινε ο Χάλης ήταν να παραδοθούν σε αυτόν οι πολιορκημένοι και σαν αντάλλαγμα θα τους χάριζε τη ζωή. Επιπλέον θα τους προσέφερε ασφαλή μεταφορά στη Μικρά Ασία. Τα όπλα των Τούρκων θα τα παρέδιδαν στους επαναστάτες, ενώ οι Αρβανίτες που πολέμησαν με τους Τούρκους θα μπορούσαν να κρατήσουν τα όπλα τους.

Η παράδοση του Καρακάση

Στις 27 Νοεμβρίου ξεκίνησε η παράδοση. Οι Τούρκοι παρέδιδαν τα όπλα τους, τα χρήματά τους και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν πάνω τους σε μια επιτροπή που είχε ορίσει ο Χάλης. Κατόπιν, οι Τούρκοι κλείνονταν στο τζαμί του χωριού. Οι λίγοι Αρβανίτες που βρίσκονταν ανάμεσά τους κράτησαν τα όπλα τους και μείνανε να περιμένουν κοντά στον Χάλη. Αργότερα τους ελευθέρωσε. Οι Τούρκοι θα μεταφέρονταν στη Μικρά Ασία για να αποφύγουν περιστατικά όπως αυτά των Τούρκων από το Σελί ή από την Κίσσαμο που λίγο μετά την απελευθέρωσή τους από τους επαναστάτες, τους βρήκαν και πάλι απέναντί τους, πιο άγριους αυτή τη φορά. Η μεταφορά των Τούρκων στην Μικρά Ασία, όμως, δεν έγινε ποτέ. Κάποιοι από τους επαναστάτες μπήκαν κρυφά μέσα στο τζαμί και έγδυσαν ορισμένους Τούρκους για να τους πάρουν τα καινούργια τους ρούχα και τους έδωσαν τα παλιά. Αυτό το περιστατικό εξαγρίωσε τους Τούρκους γιατί το θεώρησαν εξευτελιστικό. Μόλις μπήκαν οι επόμενοι επαναστάτες, εννιά στον αριθμό, για να πράξουν τα ίδια, οι Τούρκοι έκλεισαν πίσω τους την πόρτα και αθόρυβα τους σκότωσαν όλους. Έπειτα μπήκαν ακόμα δύο, τους σκότωσαν και αυτούς. Οι Τούρκοι πήραν τα όπλα τους και πλέον 11 από αυτούς είχαν όπλο. Ο Ιάκωβος Κουμής, που ήταν μέλος της επιτροπής έμαθε ωστόσο τις πράξεις των πρώτων επαναστατών που μπήκαν μέσα. Έμαθε επίσης ότι μπήκαν και άλλοι και περίμενε να βγουν έξω για να τους τιμωρήσει. Η ώρα όμως περνούσε και δεν έβγαιναν. Περίμενε όλη νύχτα να βγουν. Θορυβημένος από την καθυστέρησή τους, το επόμενο πρωί αποφάσισε να μπει μόνος του στο τζαμί να δει τι γίνεται. Οι Τούρκοι τον υποδέχτηκαν με χαμόγελα. Μόλις όμως προχώρησε μερικά βήματα πιο μέσα στο τζαμί, κάποιος τον άρπαξε και τον χτύπησε με μαχαίρι. Τότε πέσανε πάνω του πολλοί. Το μαχαίρι χτύπησε πάνω στο κεμέρι του (ζώνη) κι έσπασε. Ο Κουμής που ήταν γρήγορος και πολύ δυνατός με ένα πήδημα προς τα πίσω έριξε αυτούς που τον είχαν αρπάξει και κατόρθωσε να βγει έξω φωνάζοντας: «Μπαμπεσά, μωρέ αδέλφια! Έχουν σκοτωμένους πολλούς δικούς μέσα στο Τζαμί!». Τότε όλοι οι χριστιανοί που ήταν κοντά όρμησαν να μπουν να τους σφάξουν. Οι Τούρκοι όμως είχαν τα όπλα που άρπαξαν απ’ τους χριστιανούς που σκότωσαν. Έπιασαν καλά τα μάγουλα της πόρτας και σκότωναν όποιον έμπαινε. Σε λίγη ώρα είχαν σκοτώσει 15 χριστιανούς.

Ο Καζάνης έμαθε τα γεγονότα και ζήτησε διέταξε τους χριστιανούς να απομακρυνθούν από το τζαμί και να το φρουρούν με τα όπλα τους από μακριά. Ο ίδιος μαζί με μερικούς συντρόφους του ανέβηκαν στην οροφή του τζαμιού, άνοιξε τρύπες στη στέγη και έριξε μέσα πανιά ποτισμένα με ρακί, λίπος και λάδι στα οποία έβαζε φωτιά. Σε μια ώρα είχαν πεθάνει από ασφυξία και οι 280 Τούρκοι, στην πλειοψηφία τους κάτοικοι Χουμεριάκου οι οποίοι ήταν περίφημη για την αγριότητά τους. Όσοι προσπάθησαν να βγουν έξω έπεφταν νεκροί από τους χριστιανούς που φρουρούσαν την είσοδο του τζαμιού. Με αυτό το γεγονός ολοκληρώνεται και η παράδοση του Καρακάση και της φρουράς του στους επαναστάτες.

Ο διοικητής των χριστιανών, Χάλης, αναγγέλει στη Γραμπούσα (Γραμβούσα) την επιχείρησή του για να μεταδώσει τη χαρά του:

«Προς το Σεβαστόν Συμβούλιον της Νήσου Κρήτης.

Δεν λείπομεν κατά χρέος να σας ειδοποιήσωμεν τα όσα μέχρι τούδε επράξαμεν.
Εις τας 20 του τρέχοντος εκάμαμεν απόβασιν εις την Κρήτην από τον λιμένα Άγιος Νικόλαος, πλησίον του φρουρίου Σπιναλόγκας, εκυριεύσαμεν χωρίς αντίστασιν το χωριόν Κριτσίά, την δε ακόλουθον ημέραν εκινήσαμεν κατά το Νέον Χωρίον της Μεραμπέλου, όπου εύρομεν διακόσιους εχθρούς εξ αυτών άλλους μεν εφονεύσαμεν, άλλους δε εζωργήσαμεν, και οι μείναντες κατέφυγον εις ένα δυνατόν πύργον του διαληφθέντος χωρίου. Εν ω δε είχομεν αυτούς πολιορκημένους, έφθασαν υπές τους τριακόσιους προς βοήθειάν των, αλλά και αυτοί έλαβον τα επίχειρα της ορμής των, διότι όχι μόνο τους εβιάσαμεν να οπισθοδρομήσουν αλλά και ζωντανούς επιάσαμεν εξ αυτών δέκα τέσσαρας και πενήντα αλογομούλαρα, εκτον των φονευμένων.
Εις αυτήν την μάχην εκ των ιδικών μας εφονεύθησαν τέσσαρες και επληγώθησαν επτά αλλ’ εξ αυτών ήτον και ο γενναίος κ. Ιωάννης Χουδάλης.
Την αυτήν ημέραν εν σώμα διωρισμένον να προκαταλάβη τα στενά της Σπιναλόγκας, εφόνευσεν είκοσιν εχθρούς και οκτώ εζώγρησε με πολλά γυναικόπαιδα.
Εις τας 23 του ιδίου εν ω εκανονοβολούσαμεν τους εις τον Πύργον κλεισθέντας εχθρούς, έφθασαν αιφνηδίως υπέρ τας δύο χιλιάδας εχθροί εφοδιασμένοι με τρία κανόνια, και εν χαβάνι και διοικούμενοι παρά του Κιαχαγιάμπεη του Μεγάλου Κάστρου, αλλ’ η απαραδειγμάτισμος ορμή των Ελλήνων εμπόδισε την προχώρησιν των ενδότερον, αφ’ ότου εβιάσθησαν να στρατοπεδεύσουν εις μιαν οχυράν θέσιν ενός Μοναστηρίου αντίκρυ των ιδικών μας οχυρωμάτων.
Ο αμοιβαίος τουφεκισμός και κανονιοβολισμός διήρκησεν υπέρ τας επτά ώρας αλλ’ οι Έλληνες τελευταίον εις τα οχυρώματα των εχθρών επιπέσοντες πανταχόθεν, τους εβίασαν να περικλεισθώσι εις το Μοναστήριον όλοι. Περί την α’ ην της νυκτός ώραν, επειδή και οι Έλληνες πολλά πλησιάσαντες έμελλον να επιπέσωσιν και εις αυτό το Μοναστήριον, οι εχθροί απελπισθέντες πλέον, έφυγον κακήν κακώς, αφήσαντες τα κανόνια των, χαβάνι, πολεμοφόδια, ζωοτροφίας και πολλά ψιλά άρματα με τρεις σημαίας.
Εις αυτήν την μάχην εφονεύθησαν από μεν τους εχθρούς υπέρ τους διακόσιους και τριάκοντα εξ εζωγρήθησαν με εκατόν πενήντα αλογομούλαρα, από δε των ιδικών μας πέντε μόνον επληγώθησαν.
Εις τας 25 του ιδίου οι εις Πύργον πολιορκημένοι εχθροί απελπισθέντες παρεδόθησαν και τους μεν Αλβανούς, είκοσι τον αριθμόν εστείλαμεν εις την Γεράπετρον, τους δε Κρήτας, επειδή παραδίδοντες τα όπλα των εις τον επί τούτου διωρισμένον οπλαρχηγόν κ. Ιάκωβον Κουμάκην και μετανοήσαντες, ως φαίνεται, τον εκτύπησαν με εν μαχέρι και άλλους δέκα Έλληνας, ορμήσαντες τους κατεκαύσαμεν όλους, πλήν τριών, δύο σημαντικών και ένός δούλου των, τους οποίους μόλις ηδυνηθήμεν να διαφυλάξωμεν από την δικαίαν οργήν των Ελλήνων.

Μένομεν Ευσεβάστως
Τη 28 Νοεμβρίου 1827.
Εκ του κατά το Νέον Χωρίον Στρατοπέδου.
Ο Γ. Αρχηγός της Εκστρ. Της Κρήτης και οι οπλαρχηγοί του,
Ιωάννης Χάλης,
Ιάκωβος Σκανδαλάκης, Παναγιώτης Κατσιγαράκης, Γρηγόριος Δαμιανάκης, Γ. Πίπος, Μ. Κοκολάκης, Γ. Λούπης.


Υ.Γ. Προχθές έφθασαν και επτακόσιοι στρατιώται από τα Νησιά Κρητικοί.
Αφ’ ου αφήκαμεν την αναγκαίαν φρουράν δια την πολιορκίαν της Σπιναλόγκας και Γεράπετρου, κινούμεν σήμερον με την ευχήν της πατρίδος διά τα Αμάλια (Μάλλια), όπου μανθάνομεν ότι είναι στρατοπεδευμένοι περίπου 700 Τούρκοι και ελπίζομεν εις την βοήθεια του Θεού να πάθουν και αυτοί ότι έπαθαν και οι άλλοι.
Ο στρατός μας χάρις τω Θεώ αυξάνεται κάθε μέραν, μόνον πολεμοφόδια και ζαερέδες να μας προφθάνετε και ο εχθρός δεν είναι τίποτε»

Λίγες μέρες αργότερα έστειλαν στην Γραμβούσα τον Μασλούμ Καρακάση, τον αδελφό του Σεκίρη και τον σουμπασή (διοικητής περιφέρειας). Τους Αρβανίτες τους έστειλαν στη Σπιναλόγκα και στην Ιεράπετρα με σκοπό να πληροφορήσουν τους υπόλοιπους πως εάν συνθηκολογούσαν με τους χριστιανούς δεν θα πάθουν τίποτα και δεν θα έχουν την τύχη των Τούρκων του τζαμιού. Μετά το ξεκαθάρισμα των Τούρκων, η Επιτροπή των Ανατολικών Επαρχίων που αποτελούνταν από τον Γ. Καλλέργης, τον Γ. Σταματάκη και τον Π. Ζερβουδάκη, παρέλαβε τα λάφυρα που βρήκαν στα σπίτια των Τούρκων και άρχισε να τα πουλάει στα καΐκια που είχαν φτάσει στα λιμάνια του Μεραμπέλου για να συγκεντρώσει χρήματα για τους μισθούς των επίκουρων που είχαν στο σώμα τους. Αυτή η τακτική προκάλεσε αντιδράσεις στους ντόπιους κατοίκους, γιατί πολλά από τα λάφυρα που πουλούσαν ήταν προσωπικά αντικείμενα και κειμήλια που προηγουμένως ανήκαν σε χριστιανούς και οι Τούρκοι τα είχαν κατάσχει. Ο Ζερβουδάκης κατάλαβε το σφάλμα τους και αμέσως τους το υπέδειξε.

Η επόμενη μέρα

Η μάχη του Καρακάση ουσιαστικά απελευθέρωσε από τη σκλαβιά ολόκληρο το Μεραμπέλο και έγινε αιτία να πυκνοκατοικηθεί από τους διασκορπισμένους κατοίκους του, τονώνοντας τη στρατιωτική και οικονομική κατάσταση του τόπου. Η νικηφόρα μάχη του Μεραμπέλου ανανέωσε την ελπίδα όλης της Κρήτης για απελευθέρωση. Αμέσως όμως μόλις τελείωσε η μάχη, ξεκίνησαν τα πρώτα ρήγματα στους κόλπους του στρατεύματος. Ο Ψιλάκης επηρεασμένος από τον Παπαδοπετράκη λέει:

«Τας εν ολίγω χρόνω αξιολόγους ταύτας επιτυχίας διεδέχθησαν συμφοραί μεγάλαι. Ένθεν μεν η απάρατος αντιζηλία μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Κρητών, ο όκνος και η απροθυμία κατόπιν προς την εξακολούθησιν του αγώνος των πρώτων και η τραχύτης εξ ανάγκης των δευτέρων προς αυτούς αρνούμενους εις τους αγωνιστάς παροχήν και των απολύτων αναγκαίων, ετέρωθεν δε και το φύσει οξύχολον του στρατηγού κατ’ αμφοτέρων εκ περιτροπής των διϊσταμένων, περιήγαγον εν τέλει τα πράγματα εις το απροχώρητον και όλως δυσοικονόμητον».

Ο Ψιλάκης υποστηρίζει πως οι ανατολικοί Κρήτες, που μισούσαν τους δυτικούς, δεν ήθελαν να συνεχίσουν τη μάχη αφού η περιοχή τους είχε ουσιαστικά απελευθερωθεί. Ο Μουρέλλος όμως διαφωνεί πως το μίσος των ανατολικών προς τους δυτικούς ήταν ο λόγος για τη διάσπαση του στρατεύματος, όπως θα δούμε παρακάτω.

Μετά τη νίκη, τα στρατεύματα του Χάλη αντιμετώπισαν τα εδάφη του Μεραμπέλου σαν κατακτημένα. Σε κάποιες περιπτώσεις έδειξαν σκληρό πρόσωπο προς τους κατοίκους του. Στις περισσότερες περιπτώσεις υποχρέωναν τους ντόπιους να ταΐσουν τους στρατιώτες, οι ντόπιοι όμως που μόλις είχαν επιστρέψει από τα βουνά δεν είχαν ούτε οι ίδιοι τα απαραίτητα για να επιβιώσουν. Επιπλέον, τα περιστατικά όπου οι Γραμβουσαίοι πωλούσαν τα προσωπικά αντικείμενα των ντόπιων, εξόργισαν τους τελευταίους. Η δυσφορία των ντόπιων ολοένα και μεγάλωνε αφού αδυνατούσε να τροφοδοτήσει τον αδρανή πολυπληθή στρατό που παρέμενε στο Μεραμπέλο.

Η δυσφορία έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν έφτασε ένα νησιώτικο στράτευμα από την Κάρπαθο που αριθμούσε 700 επιπλέον στρατιώτες. Τώρα το συνολικό στράτευμα αριθμούσε πάνω από 3000 άνδρες. Ο Χάλης, δεν αναγνωριζόταν πλέον ως διοικητής του στρατού αφού με την έλευση του νησιωτικού στρατεύματος ήλθε και ο Παναγιώτης Ζερβούδακης που ανήκε στους πρώτους επαναστάτες ενώ ήταν αρχαιότερος και ανώτερος σε βαθμό από το Χάλη. Οι Μεραμπελιώτες καπετάνιοι υπέδειξαν στο Χάλη πως ο στρατός θα πρέπει να κινηθεί προς Σητεία, Ιεράπετρα και Βιάννο για να απελευθερώσει αυτές τις γόνιμες περιοχές που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τον ολοένα μεγαλύτερο στρατό. Ο Χάλης όμως αρνήθηκε και προτίμησε να προχωρήσει προς το Ηράκλειο για να απελευθερώσει το Μεγάλο Κάστρο. Οι καπετάνιοι όμως, με την παρουσία του Ζερβουδάκη, δεν αναγνώριζαν πλέον το αξίωμα του Χάλη. Επιπλέον, στις τάξεις των στρατιωτών άρχισαν να παρουσιάζονται μικροεπεισόδια μεταξύ του στρατεύματος του Χάλη και των Μεραμπελιωτών. Ο Χάλης δεν μπορούσε να επιβάλλει την τάξη στο στρατό του. Όλα αυτά δημιούργησαν ρήγματα στις σχέσεις των στρατιωτών. Μάταια ο Ζερβουδάκης και ο Καζάνης προσπάθησαν να ενώσουν και πάλι το στράτευμα.

Η αδράνεια του στρατεύματος έδωσε χρόνο στους Τούρκους να αναδιοργανωθούν και να ξεκινήσουν νέα εκστρατεία από το Ηράκλειο προς το Μοχό και τα Μάλλια. Οι επαναστάτες τελικά προχώρησαν προς το Μοχό και τις Ποταμιές. Οι Μεραμπελιώτες, τελικά, συνέχισαν να στηρίζουν το στράτευμα.

Πηγές:
Κριτοβουλίδης Καλλίνικος Κυριάκος, Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Τυπογραφείο Αθηνών, Αθήνα, 1859.
Μουρέλλος Ιωάννης, Ιστορίας της Κρήτης, Τυπογραφείον Ελευθέρας Σκέψεως, Ηράκλειο, 1931.
Χέρτσβεργ Γουστάβος Φρειδερίκος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, Αθήνα, 1916.
Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων εις τόμους 3, τόμος Γ, Τυπογραφείο Νέας Ερεύνης, Χανιά, 1909.

ΣΣ. Για περαιτέρω μελέτη, τα βιβλία διατίθενται δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή. Στείλτε μου e-mail και θα σας τα στείλω ευχαρίστως.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Αρέσει σε %d bloggers: