Το κάστρο Μιραμπέλλο και ο Άγιος Νικόλαος μέσα από τις πηγές
Το Castel Mirabello χτίστηκε το 1206 στα πλαίσια του οικοδομικού προγράμματος που πραγματοποίησε ο γενοβέζος πειρατής Enrico Pescatore, απόγονος της ευγενής γενουάτικης οικογένειας Di Castello. Ο Pescatore αφού πολιόρκησε και κατέκτησε το Ηράκλειο από τους Βενετούς, αντικατέστησε τον μέχρι τότε διοικητή Enrico Dandolo και έγινε κυρίαρχος της Κρήτης. Αμέσως έκτισε και ανακαίνισε φρούρια σε ολόκληρη την Κρήτη προκειμένου να την οχυρώσει για την επικείμενη αντεπίθεση από τους Βενετούς. Εκτός από το κάστρο Mirabello το οικοδομικό του πρόγραμμα περιελάμβανε και τα φρούρια Monforte, Bonifacio, Castelnuovo, Belriparo, Milopotamo, Pediada, Priotissa, Belvedere, Malvesin, Gerapetra, Chissamo, Bicorna και Temene (ονομάζονται επίσης San Nicolò).
Το Castel Mirabello κτίστηκε στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη του Αγίου Νικολάου, στο λόφο Κεφάλι. Το 1303 καταστρέφεται για πρώτη φορά από έναν ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή αλλά επισκευάστηκε ταχύτατα και αποτέλεσε την έδρα της καστελανίας Μεραμπέλου που υπαγόταν στην περιφερειακή διοίκηση του Χάνδακα. Το 1538 καταστρέφεται από τον Μπαρμπαρόσα και επισκευάζεται στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Ο ρόλος του φρουρίου παραγκωνίζεται σταδιακά λόγω της ανέγερσης του, σημαντικότερου στρατηγικά, φρουρίου της Σπιναλόγκα το 1579. Ωστόσο η περιθωριοποίηση του φρουρίου δεν εμπόδισε να γίνουν νέες επισκευές και βελτιωτικά έργα τα έτη 1633 και 1645. Το 1645, λίγο μετά το ξέσπασμα του 5ου Βενετοτουρκικού πολέμου (1645-1669), οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν τα Χανιά και το Ρέθυμνο, απέστειλαν τμήμα του στρατού για να κατακτήσουν τα ανατολικά τμήματα του νησιού. Εκείνη τη χρονιά το φρούριο Μιραμπέλλο καταλήφθηκε για λίγο από τους Τούρκους. Ο ενετός ναύαρχος Grimani, κινήθηκε εναντίον των Τούρκων και το 1648 ανακατέλαβε το φρούριο. Έπειτα οι Βενετοί το κατέστρεψαν προκειμένου να μην περιέλθει και πάλι στα χέρια των Τούρκων.

Ο Ολλανδός περιηγητής – κατάσκοπος Olfert Dapper (1636-1689) στο βιβλίο του «Description exacte des isles de l’Archipel» («Ακριβής περιγραφή της Κρήτης», μεταφρασθείσα στην Ελληνικήν παρά του Μ. Βεναρδου του Κρητός) αναφέρει ότι όταν πήγε στην Κρήτη είδε τα εξής: «Περί του Φρουρίου Μεραμβέλου. Έξ ή επτά λεύγας από τον λιμένα του Φρουρίου της Μακρακάνθας (Σπιναλόγκας) είναι εν άλλο Φρούριον, προς το Νοτιοανατολικόν αυτού μέρος, καλούμενον Κάστρον του Μεραμβέλου σύνθετον από πολλά άλλα μικρά φρούρια τετράγωνα, και κείται εφ ενός υψηλού βράχου, σχηματίζοντος Ακρωτήριον εξέχον εις την θάλασσαν. Εις δε την υπώρειαν αυτού του βράχου άνωθεν εως κάτω είναι κτισμένα πολλά οσπήτια, σχηματίζοντα μία κωμόπολιν. Προς δε το Βορειοανατολικόν αυτού του Φρουρίου εισί δύο βράχοι εις την θάλασσαν, καλούμενοι Scogli di S. Antonio, δηλαδή βράχος του Αγίου Αντωνίου, εξ ων ο μεν πλησιέστερος εις το Φρούριον έχει εν οσπήτιον εν τω μέσω, ο δ’ άλλος, ο προς το Βορειότερον, εστίν ακατοίκητος. Εις την αυτήν επαρχίαν εναντίον της ακτής της νήσου Κρήτης, ευρίσκεται εις λιμήν, καλούμενος porto S. Nicolo, ήτοι λιμήν του Αγίου Νικολάου. Ολίγον δε περαιτέρω εις την ξηράν, προς τη Μεσημβρίαν τούτου του Φρουρίου, είναι μία λίμνη και μετά εν ή δυο μίλια Ιταλικά, προς το Ανατολικόν του αυτού Φρουρίου, είναι εν ευρύχωρον πεδίον επί της ακτής, καλουμένης Κολάκοι και μετ’ αυτήν ευρίσκεται ο ποταμός Αλμυρός. Όλα τα του Φρουρίου και της κωμοπόλεως αυτού οσπήτια εισί κακοκτισμένα, και ολίγον ή διόλου άσκευα (χωρίς σκευήν). Τα περισσότερα δε κατοικούνται από Έλληνας, καθώς και επί Ενετών, καταγινομένους εις την γεωργικήν ή εις την αλιευτικήν ή εις άλλην παρόμοιαν τέχνην. Εισί δε πάντα ομαλά επάνω, έχοντα την σκέπην επίπεδον, όπου οι κάτοικοι κοιμώνται την νύκτα, δια να δροσίζονται εν καιρώ των καυμάτων του καλοκαιρού…».

Έξω από το φρούριο είχε αναπτυχθεί οικισμός (Mirabello proprio) ο οποίος το 1583 αριθμούσε 753 κατοίκους. Η πειρατική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί στη Σπιναλόγκα μέχρι το 1715 πρέπει να ήταν η αιτία που ο οικισμός σταδιακά εγκαταλείφθηκε (To 1715, οι ενετοί εγκατέλειψαν τα 2 τελευταία φρούρια που είχαν ακόμα στην κατοχή τους: τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα). Χαρακτηριστικά, στη απογραφή του 1671, ο οικισμός αναφέρεται «Nefs Meranblo» και οι χριστιανοί φορολογούμενοι αριθμούν 42 μόλις άτομα. Αργότερα συναντούμε δύο άλλα ονόματα της περιοχής: Μανδράκι (Mandragio) και Άγιος Νικόλαος (St. Nikolo) από έναν μικρό ναό που που βρίσκεται εκεί. Η κύρια χρήση της περιοχής ήταν ο ελλιμενισμός των πλοίων και η φόρτωση επαρχιακών προϊόντων. Ορισμένοι περιηγητές υποστηρίζουν πως η περιοχή συνέχιζε να κατοικείται. Συγκεκριμένα οι Bonneval και Dumas αναφέρουν ότι υπάρχει «το χωριό του Μεραμπέλου (Mirabel)» και ο Olivier το 1794 υποστηρίζει ότι «η πόλη έχει ελαττωθεί… παρά ταύτα υπάρχουν ακόμη 1500 κάτοικοι, στην πλειοψηφία τους Έλληνες και γεωργοί». Ο Νίκος Ανδριώτης υποστηρίζει ότι ίσως ο Olivier να συγχέει το Μεραμπέλο με την Ελούντα (που είχε λιγότερους κατοίκους) ή τη Σπιναλόγκα, όπου όμως έμεναν αποκλειστικά Μουσουλμάνοι. Στον κατάλογο οικισμών της επαρχίας Μεραμπέλου που βρίσκεται στο βιβλίο Κρητικά (1842) του Βυζάντιου Χουρμούζη περιλαμβάνεται για πρώτη φορά ο οικισμός με το όνομα «Άγιος Νικόλας». Ωστόσο την ίδια χρονιά στην αναφορά του T. Spratt αναφέρεται ο οικισμός επισημαίνοντας ότι δεν κατοικείται (δες παρακάτω την περιγραφή του Spratt).

Στις 16 Μαΐου του 1862 μεταβαίνει στον Άγιο Νικόλαο ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης διότι οι κάτοικοι του οικισμού ζητούσαν από τη διοίκηση την ίδρυση πόλης «εις τον λιμένα Άγιον Νικόλαον» γιατί επρόκειτο για «λίμην ευρύς και ασφαλής» και «όπου η Κυβέρνησις προτίθεται να κτίση πόλιν πρωτεύουσαν της Διοικήσεως Λασιθίου». Η πόλη οικοδομήθηκε την δεκαετία του 1870 και οι κάτοικοί της προέρχονται από τα Σφακιά, την Κριτσά, τις Λίμνες, το Χουμεριάκο, τα Λακώνια και το οροπέδιο του Λασιθίου. Το 1881 η νεόδμητη πόλη αριθμεί 95 κατοίκους, 87 Χριστιανούς και 8 Μουσουλμάνους ενώ το 1900 συνολικά 509 κατοίκους από τους οποίους οι 503 ήταν Χριστιανοί.
Ο V. Berard περιγράφοντας την πόλη του Αγίου Νικολάου μας πληροφορεί ότι «Ο Άγιος Νικόλαος είναι σήμερα ένα κεντρικό σημείο του κρητικού εμπορίου. Είναι επίσης μέρος όπου επιβιβάζονται και αποβιβάζονται αντάρτες. Ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην προκυμαία είναι γεμάτος γαϊδουράκια και άνδρες. Μερικά καινούργια σπίτια και μεγάλες αποθήκες, μια ντουζίνα καφενεία και καταστήματα αποτελούν ολόκληρη την πόλη του Αγίου Νικολάου».
Η αναφορά του Spratt για τα λιμάνια της περιοχής και τον αλμυρό.
Ο κόλπος Μινώα, αν και βρίσκεται στις εκβολές της κοιλάδας που κατεβαίνει από τον Όλου, δεν θα μπορούσε να ήταν το κατάλληλο λιμάνι του γιατί υπάρχει ένα λιμάνι εγγύτερα στον Ολούς, το οποίο σχηματίζεται από το καταφύγιο δύο νησιών, και είναι γνωστό ως λιμάνι του Αγίου Νικολάου: βρίσκεται ακριβώς ανατολικά του Ολούς, ανάμεσα στον Μινώα και τη Σπιναλόνγκα. Ο Άγιος Νικόλαος είναι επί του παρόντος ο τόπος εξαγωγής για τα κύρια προϊόντα του Μεραμπέλου, εξαιτίας της εύκολης πρόσβασης από την ξηρά, αλλά η παραγωγή μεταφέρεται από εκεί στη Σπιναλόνγκα με πλοία, συνεπεία των τοπικών νόμων που απαγορεύουν την εξαγωγή του σε ξένα αμπάρια σε οποιοδήποτε λιμάνι, εκτός από το ακατάλληΛο λιμάνι της Σπιναλόνγκα. Οι Ενετοί το χρησιμοποίησαν επίσης σαν κύριο εμπορικό λιμάνι του Μεραμπέλου, ενώ η Σπιναλόνγκα ήταν περισσότερο στρατιωτικό λιμάνι. Κατά τη διάρκεια της απασχόλησής μας σε αυτό το μέρος προτίμησα να αγκυροβολήσω το πλοίο μου στον Άγιο Νικόλαο παρά στη Σπιναλόγκα. Όμως, ο κόλπος του Πόρου, έξω από την τοποθεσία του Ολούντος, είναι το αγκυροβόλιο για έναν στόλο, ειδικά ως καταφύγιο από τις χειμερινές θύελλες από βόρεια – βορειοανατολικά.
Οι Βενετοί είχαν μια μικρή πόλη και φρούριο στο σημείο που βγαίνει στα νότια του λιμανιού του Αγίου Νικολάου, το οποίο ονόμασαν Castel Mirabella, όπως υποδεικνύει η εμπορική του σημασία σε συνδυασμό με την επαρχία από την οποία πήρε το όνομά του. Τα ερείπια αυτού του μικρού κάστρου ή πύργου, και της πόλης που τον περιβάλλει, εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν κάτοικοι, και ο μικρός κολπίσκος κάτω από αυτό, στα βόρεια του σημείου, διατηρεί το όνομα Μανδράκι (Mandragio), το οποίο αναμφίβολα ονόμασαν έτσι για πρώτη φορά οι Ενετοί. Όμως, εκτός από τα ενετικά ερείπια, υπάρχουν μερικά μαρμάρινα θραύσματα που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά τα ερείπια, και μερικά λείψανα κυκλώπειων τειχών ή αυλών πάνω από την ακτογραμμή του λόφου, τα οποία αποδεικνύουν επίσης την προηγούμενη παρουσία του ως πόλης και λιμένα της περιοχής: πρέπει λοιπόν να ήταν το λιμάνι του Όλους, όπως είναι τώρα της Κριτσάς. και ως εκ τούτου πιστεύω ότι αυτά τα ερείπια πρέπει να είναι αυτά της Καμάρας, τα οποία αναφέρονται στο «Stadiasmus» (σσ. Το “«Stadiasmus Maris Magni» είναι ρωμαϊκό έργο του δεύτερου μισού του 3ου μ.Χ. αιώνα και περιγράφει τον περίπλου της Μεσογείου. Σήμερα σώζονται ορισμένα μέρη του έργου.) και σε άλλους συγγραφείς, γιατί η Καμάρα είναι η επόμενη πόλη από τον Ολούντα όπως περιγράφεται στον ανώνυμο «Periplus», και αναφέρεται ότι ήταν μόνο δεκαπέντε στάδια μακριά: η πραγματική απόσταση είναι τριάντα στάδια, ή τρία μίλια. Αλλά όπως οι αποστάσεις στον «Περίπλου» είναι πολύ μικρότερες από τις αληθινές σε αυτήν την ακτή, και καθώς ο Άγιος Νικόλαος απέχει περίπου τριάντα στάδια από την Ελούντα (το οποίο αντιλαμβάνομαι ως το Olontion των πρώτων συγγραφέων, αλλά το Soluntus στο «Περίπλους»), αντιλαμβάνομαι την Κάμαρα να βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο, γιατί δεν υπάρχει άλλο σημείο σε αυτήν την ακτή όπου θα μπορούσε βρίσκεται, να συμφωνεί με τη θέση, αν και όχι μακριά.
Και αυτή η άποψη ενισχύεται σε κάποιο βαθμό από τη δήλωση του Πτολεμαίου, ο οποίος λέει ότι η Κάμαρα βρισκόταν στα ανατολικά του Ολούντος, και εκτός από αυτό αναφέρει ότι βρίσκεται μεταξύ Ολούντος και Μινώα. Έτσι, λόγω της κατάστασής του σε σχέση με τον Όλουντα, η υπόθεση ότι η Κάμαρα βρισκόταν στον Άγιο Νικόλαο βοηθά στην επικύρωση της τοποθεσίας και των τριών οικισμών, και έτσι επιβεβαιώνεται η θέση που έχω προσδιορίσει στον Ολούντα.
Στην ανατολική πλευρά του όρμου που ονομάζεται Μανδράκι του Αγίου Νικολάου βρίσκεται μια μικρή κυκλική λίμνη υφάλμυρου νερού, με διάμετρο περίπου 150 γιάρδες. Διαχωρίζεται από τη θάλασσα μόνο από περίπου 20 γιάρδες χαμηλού εδάφους. Ωστόσο, αυτή η λίμνη βρέθηκε να έχει βάθος 210 πόδια στο κέντρο – ένα βάθος που δεν επιτυγχάνεται στην παρακείμενη θάλασσα εντός δύο ή τριών μιλίων από την ακτή. Όμως, στις παραδόσεις των ντόπιων της περιοχής, λέγεται ότι είναι αδιανόητο και ότι επικοινωνεί με κατώτερες περιοχές όπου βρίσκονται ταραγμένα πνεύματα.
Οι πλευρές αυτού του κοίλου, κάτω από την επιφάνεια της λίμνης, πρέπει να σχηματίζουν μια απότομη λακκούβα σε σχήμα χωνιού. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένδειξη ύπαρξης ηφαιστείου, ή ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητα από τυχόν πύρινα πετρώματα που είναι ορατά εκεί κοντά. Και καθώς εξακολουθεί να έχει ένα μικρό ρέμα που ανοίγει προς τη θάλασσα, νομίζω ότι κάποτε ήταν το άνοιγμα μιας μεγαλύτερης πηγής ή ενός υπόγειου ποταμού, το οποίο βρήκε τη διαφυγή του εδώ από την καρδιά των βουνών που βρίσκονται παραπάνω. Γιατί υπάρχει στον Αλμυρό, περίπου ένα μίλι νότια του Αγίου Νικολάου, μια πηγή υφάλμυρου νερού που εκβάλλει από τους πρόποδες ενός λόφου περίπου μισό μίλι από τη θάλασσα, και σχηματίζει ένα μικρό ποτάμι από το μέγεθος και τη δύναμή του. Ονομάζεται Αλμυρός, ή Αρμυρός, από την υφάλμωση του νερού, αλλά τρέχει σε ένα καθαρό, διαυγές και όμορφο ρεύμα, περιστρέφοντας μερικούς νερόμυλους και φιλοξενώντας άγρια πτηνά.
Τα βουνά ακριβώς πάνω από την πηγή του Αλμυρού είναι πολύ απότομα και βραχώδη για καλλιέργεια. αλλά οι άγριοι θάμνοι μεγαλώνουν πλούσια πάνω τους. Η διαυγής λίμνη περιορίζεται έτσι από το παλιό και μισοκατεστραμμένο φράγμα ελαιοτριβείου και προστατεύεται σε μια κλειστή κοιλάδα από κάθε αέρα, αντανακλά από την υαλώδη επιφάνειά του, πιο ξεκάθαρα, κάθε μορφή και απόχρωση των διπλανών θάμνων, βράχων ή ερειπίων που υπάρχουν κοντά και το ρεύμα όταν είναι δυνατότερο, πέφτει από τον μύλο με λίγο κυματισμό και αφρό, προκαλώντας μερικές φορές έναν ομιχλώδη, δίνοντας μια γοητευτική εικόνα αποτελέσματος στα μάτια ενός καλλιτέχνη, αλλά οι προληπτικοί και αδαείς ιθαγενείς έχουν δημιουργήσει φανταστικά οράματα από τις αντανακλάσεις και ομίχλη, που έχουν δημιουργήσει διάφορους θρύλους και ιστορίες, από τα πρώιμα χρόνια έως σήμερα – ένα από αυτά που υπάρχουν είναι ότι η Ντιάνα και οι νύμφες της συχνά φαίνονται σε αυτήν την λίμνη, όπως περιγράφεται από τον Onorio Belli (βλ. Μουσείο Αρχαιοτήτων του Falkener).
Αυτή η πηγή υφάλμυρου νερού τόσο κοντά στη θάλασσα και τόσο άφθονη, σχηματίζει ένα βαθύ ρέμα που μπορούν να πλεύσουν βάρκες σε αυτό μέχρι το μύλο, είναι η τρίτη πηγή του ίδιου χαρακτήρα και ονόματος στη βόρεια ακτή του νησιού. Και δεδομένου ότι το καθένα είναι παρόμοια τοποθετημένο σε σχέση με τη διαμόρφωση της ακτής και των βουνών από τη βάση των οποίων ξεκινούν, υπάρχει επομένως μια ένδειξη πως η δύναμη που τα δημιουργεί, δεν υπάρχει στη νότια πλευρά της Κρήτης.
Captain T.A.B. Spratt, Travels and Researches in Crete, 1ος Τόμος, Λονδίνο 1865. σ. 142 – 147.

O Giuseppe Gerola στο έργο του Monumenti Veneti nell’ isola di Creta / ricerche e descrizione fatte dal dottor Giuseppe Gerola per incarico del R. Istituto του 1905, μας πληροφορεί για την κατάσταση του φρουρίου και τις ενέργειες από τους Βενετούς για την αποκατάσταση και ανακαίνισή του. Το κείμενο παρατίθεται σε ελεύθερη μετάφραση.
[…] Ας επιστρέψουμε σε ένα καθαρά ιταλικό όνομα. Το φρούριο βρισκόταν στην κορυφή ενός μικρού ακρωτηρίου, στον κόλπο που ονομάζεται Μιραμπέλο. Το χωριό απλώνεται προς το εσωτερικό του νησιού, κοντά στο οποίο, στα βόρεια, βρίσκεται το στενό λιμάνι και η βαθιά λίμνη. Στην αρχαιότητα βρισκόταν εδώ μια πόλη, από την οποία εξακολουθούν να υπάρχουν ίχνη. Όσο για το όνομά του, πολλά λέγονται, αλλά δεν σκοπεύουμε να αναφερθούμε στις αμφιλεγόμενες απόψεις των αρχαιολόγων. Αλλά πρόσφατες ανακαλύψεις απέδειξαν, ότι αυτή ήταν η έδρα της πόλης Λατώ προς Καμάρα δηλαδή ήταν το λιμάνι της πόλης Λατώ, που βρίσκεται στην ενδοχώρα, στη θέση Γουλά.
Και τα δύο από τα ερείπια της αρχαίας πόλης, όπως υποστηρίζει ο Ξανθουδίδης, και από το βύθισμα της λίμνης, όπως ισχυρίζονται άλλοι, κλήθηκε επίσης η τοποθεσία Βουλισμένη (το όνομα πήρε επίσης από άλλη πόλη στην ίδια επαρχία). Βουλισμένη μερικές φορές ονομάζεται επίσης το φρούριο από τους Έλληνες. Αλλά οι Ιταλοί το ονόμαζαν πάντα Mirabello, και αυτό το όνομα δόθηκε επίσης σε ολόκληρο το κάστρο, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν ακόμα Merabelo. Μια πόλη που αναδύεται από τα ερείπια του ενετικού χωριού δεν έχει άλλο όνομα από αυτό του Αγίου Νικολάου. Το άκρο του ακρωτηρίου, όπου βρίσκονται τα ερείπια του φρουρίου, ονομάζεται Kjerakalì ή Palanga. Η ίδρυση του κάστρου οφείλεται πιθανώς στους Γενουάτες. Το 1212 το όνομα του Mirabello επαναλαμβάνεται ήδη. Δηλώνει ακριβώς το φρούριο, αλλά μάλλον και ολόκληρη την περιοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι ήταν το κάστρο ήταν αυτό που έδωσε το όνομα στην περιοχή, και όχι η περιοχή σε αυτό.

Για τους πρώτους αιώνες υπάρχει μόνο μια πηγή σχετικά με την κατασκευή του, ενώ αναφέρεται πολλές φορές η καταστροφή του από το σεισμό του 1303 «Castrum Mirabelli cum sua turre». Αμφιβολίες υπάρχουν εάν μετά την ανακατασκευή του διατηρήθηκε το παλιό σχήμα του φρουρίου και αν ήταν ίδιο ή όχι με το μεταγενέστερο, με τέσσερις πύργους στις γωνίες και έναν μεγαλύτερο κεντρικό. Μόλις σταμάτησε η ταραχώδης εποχή των εξεγέρσεων, κανείς δεν νοιάζεται πια για το κάστρο, το οποίο γερνάει και φθείρεται κάθε μέρα. Μόνο όταν έπεσε θύμα της οργής των Τούρκων, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1537 το έκαψαν, και το κατέστρεψαν επανειλημμένα, φάνηκε ότι ήταν απαραίτητο για την προστασία αυτού του μέρους του νησιού. Γι’ αυτό, ο γενικός επιθεωρητής Τζιοβάνι Βιττούρι, διαπίστωσε την εγκατάλειψη στην οποία βρισκόταν τα κάστρα της Ιεράπετρας και του Μιραμπέλο, που βρίσκονται σε μια θέση που αδικαιολόγητα παραμελήθηκαν. Θεώρησε καλό να παραχωρήσει το κάστρο της Ιεράπετρας στον Σερ Φρανσίσκο Μουντάζο και αυτό του Μιραμπέλο στον Σερ Μίχελ Κλότζα, με την προϋπόθεση ότι αυτά πρέπει να ενισχυθούν σύμφωνα με το σχέδιο και το μοντέλο που τους δίνει ο Messer Michel da San Michele inzegner (Sammicheli).
Μετά από αυτό, ο Βιτούρι κατέληξε στην έκθεσή του ότι« Το εν λόγω σχέδιο έχει κατασκευαστεί (σσ. Του κάστρου Μιραμπέλο) και το άλλο της Ιεράπετρας συνεχίζεται.» Τα νέα είναι πραγματικά πολύτιμα για εμάς, γιατί μας μαρτυρεί, ότι ο μεγάλος Sammicheli, όπως στην Κάντια, τα Χανιά, το Ρέθυμνο και τη Σητεία, άφησε ίχνη του έργου του επίσης στο Μιραμπέλο και στην Ιεράπετρα. Ποιά ήταν όμως πραγματικά η δουλειά του στο Μιραμπέλο; Έχουμε ήδη δει πως δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί τι σχήμα είχε το φρούριο πριν από τον σεισμό του 1303. Φαίνεται πάντως να αποτελείται από ένα ορθογώνιο περίβλημα εξοπλισμένο με τέσσερις πύργους στις γωνίες, συν έναν πέμπτο στη μέση της δυτικά κοντά στην πύλη. Πότε χρονολογείται αυτή η κατασκευή δεν γνωρίζουμε ακριβώς, αλλά τα ερείπια μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είναι παλαιότερο από τον δέκατο έκτο αιώνα, ενώ το γεγονός ότι τα τείχη είχαν αρχικά στενό ανάχωμα, αποκλείει από μόνο του ότι αυτός ο σχεδιασμός μπορεί να αποδοθεί στον Sammicheli.
Βρίσκω αντ’ αυτού σε μια επιγραφή του Monanni του 1631, για τον οποίο θα μιλήσουμε περισσότερο αργότερα, το ακόλουθο απόσπασμα: «Πολλά χρόνια πριν, καταστρέφοντας έναν από τους πυργίσκους, αυτόν στο κέντρο, ένας διοικητής του κάστρου για να απολαύσει το όφελος της άσκησης ενός τέτοιου φορτίου για 10 χρόνια, έχτισε στη θέση του ένα προμαχώνα με 4 πλευρικά σκαλοπάτια και 8 από εμπρός.» Μια τέτοια αντικατάσταση ενός μικρού προμαχώνα στον βορειοδυτικό πύργο όχι μόνο είναι σε αρμονία με τις ιδέες και τα αξιώματα του μεγάλου αρχιτέκτονα της Βερόνας, αλλά εκεί φαίνεται επίσης να συνδυάζεται με αυτό που ειπώθηκε παραπάνω. Έτσι δεν κρίνεται τολμηρό να υποθέσουμε ότι αυτή ήταν ακριβώς η αλλαγή που έκανε ο Sammicheli.
Οι αποκαταστάσεις, ωστόσο, δεν σταμάτησαν τόσο σύντομα και έγιναν νέες βελτιώσεις από τον μηχανικό Andrea Negrisoli τα χρόνια του Δούκα Daniele Barbarigo (Ιανουάριος 1565 – Νοέμβριος 1566) και το 1571 από τον Marino Cavalli. Παρ ‘όλα αυτά, οι Sforza Pallavicini και Giulio Savorgnan πρότειναν τη διάλυση του κάστρου του Μιραμπέλο, καθώς και εκείνων της Σητείας και της Ιεράπετρας για να οχυρώσουν τη Σπιναλόγκα. Η Γερουσία, όπως είδαμε, ανέθεσε στον γενικό επιθεωρητή να εξετάσει το έργο μαζί με τους Latino Orsini και Moretto Calabrese, εκφράζοντας ωστόσο την επιθυμία του να παραμείνουν τα κάστρα.
Ο Brunoro Zampeschi σκέφτηκε επίσης να το αποκαταστήσει – αν και μόνο επειδή χρησίμευε ως μέρος διαμονής για όσους δούλευαν στο νέο φρούριο της Σπιναλόγκα – επισκευάζοντας τους τοίχους, ένα φούρνο, μια δεξαμενή, μια αποθήκη πυρομαχικών και δύο δωμάτια του κάστρου. Αλλά ήλπιζε ότι τα έξοδα θα παραμείνουν στην ευθύνη του κράτους. Μεταξύ των απόψεων και των ανισοτήτων συνέβη επίσης σε αυτήν την περίπτωση ότι σε πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις: δεν έγινε τίποτα. Το κάστρο δεν διαλύθηκε, αλλά ούτε επισκευάστηκε: και για κάποιο διάστημα κανείς δεν το υπολόγιζε πια, ενώ η προσοχή επικεντρώθηκε στην οχύρωση του κοντινού βράχου της Σπιναλόγκα.
Αλλά το 1626 προκειμένου – ίσως λόγω των συμβουλών που έδωσε ο επιβλέπων Gerolamo Trevisan – ο επιθεωρητής Morosini πήρε ζεστά το ζήτημα, και προσπάθησε όχι μόνο να αποκαταστήσει το ήδη ερειπωμένο φρούριο, αλλά και να το εκσυγχρονίσει, μετατρέποντας τους γωνιακούς πύργους σε προπύργια και καρατομώντας ταυτόχρονα τον πολύ ψηλό και επικίνδυνο πύργο κοντά στην πύλη και, να κάνει χρήση του υλικού στην κατασκευή των μπροστινών και πλευρών των νέων προπύργιων. Εν τω μεταξύ, η Γερουσία διέταξε να πάει ο μηχανικός Monanni για να επιβλέπει τις αποκαταστάσεις και επαίνεσε τον Μοροζίνι για τα σχέδιά του, ενθαρρύνοντάς τον να τα εφαρμόσει το συντομότερο δυνατό. Ωστόσο, με την έγκριση της Γερουσίας και την άφιξη του Monanni, ο διαχειριστής ζήτησε μόνο την αποκατάσταση της ζημιάς στο κάστρο, το οποίο ήταν απαρχαιωμένο. Ήταν σχεδόν εντελώς κατεστραμμένο, έχει τρυπήσει τους τοίχους και τα περισσότερα μέρη είχαν αρχίσει να καταρρέουν. Θα κόστιζε τόσα χρήματα που θα ήταν αδύνατο να γίνουν οι προτεινόμενες αλλαγές χωρίς να προκύψουν μη βιώσιμα έξοδα για τους φτωχούς κατοίκους. Αυτό το έγραψε στις 16 Δεκεμβρίου 1628 στη Γερουσία και η Γερουσία περιορίστηκε μόνο να επαναλάβει τις προηγούμενες γενικές συστάσεις, χωρίς να δώσει ρητές οδηγίες, και ειδικά χωρίς να δείξει ότι θέλει να συνεισφέρει στα έξοδα.

Ο Μόλιν που αντικατέστησε τον Μοροσίνι, έγραψε στις 3 Ιουνίου 1629 ότι ο προϋπολογισμός για το κόστος αποκατάστασης του κάστρου θα ήταν περίπου 4.000 δουκάτα, αλλά οι αδελφοί Giovanni και Giorgio Calonà προσέφεραν 6 χιλιάδες για να αποκτήσουν τα δικαιώματα του διοικητή, το ακυρωτικό και το καπετανάτο για τους ίδιους και τους απογόνους τους. H Βενετία δεν αρνήθηκε και ο Μόλιν επέστρεψε στο σπίτι χωρίς να κάνει τίποτα εκεί. Ο Lorenzo Contarini έγραψε στις 24 Φεβρουαρίου 1633 και η γερουσία, έλαβε ένα από τα διάσημα οικονομικά έργα αποκατάστασης του Monanni, που περιορίστηκε σε μόνο 450 δουκάτα, του έστειλε ένα αντίγραφο, εξουσιοδοτώντας τον να ενεργήσει όσο καλύτερα πίστευε ότι μπορούσε. Ο Contarini με μόνο 188 δουκάτα αποκατέστησε το φρούριο, ανακαινίζοντας τον μεγάλο πύργο και το στηθαίο και ξαναχτίζοντας μερικούς τοίχους.
Τα μπαλώματα άξιζαν ό, τι μπορούσαν. Το 1645, στο ξέσπασμα του θανατηφόρου πολέμου, με εντολή του επιθεωρητή Corner, το φρούριο επισκέφθηκε o Nicolò Zen. Αυτοί διαπίστωσαν ότι οι πύργοι, οι τοίχοι και τα εσωτερικά καταλύματα έπρεπε να επισκευαστούν με κονίαμα και όπου υπάρχει ανάγκη για στεγανότητα να αντικατασταθεί το χώμα. Ταυτόχρονα, τα στηθαία θα πρέπει να επανασυναρμολογηθούν και να τοποθετηθούν παραπετάσματα όπου ήταν απαραίτητο. Ο Corner με τη σειρά του, περιμένοντας μάταια τη βοήθεια των μηχανικών, σκέφτηκε να το κάνει μόνος του και έστειλε εντολές στο Μεραμπέλο για να ασφαλίσει τον πύργο της πύλης με ανάχωμα, το οποίο στην προαναφερθείσα επιστολή περιγράφεται ως «μεγάλος τετράγωνος πύργος, που ανεβαίνουν στην κορυφή, σε τρία σολάρια «, καθώς και για να αποκαταστήσουν τους τοίχους, να διορθώσουν τα περιβλήματα και να σκάψουν ένα άλλο ανάχωμα προς τα βόρεια, όπου θα τοποθετηθούν κομμάτια για την υπεράσπιση του λιμανιού.
Ο Zen από την πλευρά του δούλευε σκληρά και είχε ήδη τελειώσει τα τείχη. Περίμενε εν τω μεταξύ να καλύψει το νότιο πύργο να τακτοποιήσει το προπύργιο, τα στηθαία και τη ράμπα για να ανέβουν και έπειτα, σκεφτόταν να εξετάσει τα άλλα στηθαία των τειχών και του κύριου πύργου, να προσαρμόσει τη σκάλα για να ταιριάζει σε αυτόν και τελικά να χτίσει μια μπροστινή πύλη
στην πόρτα του φρουρίου. Η τοιχοποιία ολοκληρώθηκε λίγο μετά, ενώ περίμενε στα επιχώματα των προμαχώνων, ζήτησε ξυλεία για την αποκατάσταση του φρουρίου και των κατοικιών του φρουρίου, του διοικητή και του λοχία, που ήταν μέσα στο χώρο. Στις 25 Απριλίου του έτους 1645 τα επιχώματα ολοκληρώθηκαν και τέσσερις ημέρες αργότερα είχε επίσης λάβει την απαιτούμενη ξυλεία, και το κάστρο βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση άμυνας.
Αλλά όταν έπρεπε να αντισταθεί και να αντισταθμίσει τα έξοδα και τη φροντίδα που χρησιμοποιήθηκε, η δειλία του συνταγματάρχη Baldella το άφησε στα χέρια του εχθρού, ο οποίος είχε φτάσει μέχρι στιγμής βιαστικά. Αφού κρέμασε τον προδότη, η Βενετία ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή με μια υπέροχη επιχείρηση. Τα ενετικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Άγιο Νικόλαο, το φρούριο κατακτήθηκε και η τουρκική φρουρά σφαγιάστηκε. Για να αποτρέψουν τον εχθρό να επωφεληθεί από αυτό το φρούριο, φαινόταν καλύτερη λύση να το κατεδαφίσουν. […]
Giuseppe Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta / ricerche e descrizione fatte dal dottor Giuseppe Gerola per incarico del R. Istituto, 1905, s. 236 – 243.
Βιβλιογραφία
Captain T.A.B. Spratt, Travels and Researches in Crete, 1ος Τόμος, Λονδίνο 1865.
Giuseppe Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta / ricerche e descrizione fatte dal dottor Giuseppe Gerola per incarico del R. Istituto, 1905.
Κρασσανάκης Αδαμάντιος, Κρητική ιστορία, εκδόσεις «Η Κρήτη», Αθήνα, 2016.
Maria Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and urbanism, Yale University, The press syndicate of the university of Cambridge, Cambridge 2001.
Μιχαήλ Χουρμούζης, Κρητικά, τυπογραφείο «Η αγαθή τύχη» Ηλία Χριστοφίδου, Αθήνα 1842.
Νίκος Ανδριώτης, Πληθυσμός και οικισμοί της Ανατολικής Κρήτης: (16ος – 19ος αι.), Βικελαία δημοτική βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006.
Olfert Dapper, Ακριβής περιγραφή της Κρήτης, μεταφρασθείσα από την βλαμαντικήν εις την γαλλικήν διάλεκτον κατά το 1705 παρά του Δ. Ο. Δάπερ, Μ. Δ. εν η προσετέθη και το νομισματολόγιον αυτής εκ των του μιοννετου μεταφρασθέντα και εκδοθέντα παρά του Μ. Βερνάρδου του Κρητός, Αθήνα 1836.
Παναγιώτης Κ. Κριάρης, Ιστορίας της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τέλους της επαναστάσεως του 1866, εκδοθείσα επιμελεία και δαπάνη Αριστείδου Κ. Κριάρη, εκ του τυπογραφείου «Η Πρόοδος» Ε. Δ. Φραντζεσκάκη, Χανιά 1902.
Victor Berard, Les affaires de Crete, Armand Colin et cie Editeurs, Παρίσι 1900.