Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιστορίες του «Στοιχειού των ζώων»

Οι θρύλοι των στοιχειών της φύσης είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το υπερφυσικό και/ή θρησκευτικό στοιχείο που αποτελεί μέρος της λαογραφίας της Κρήτης και της Ελλάδας. Συνήθως οι μύθοι προέρχονται από ανεξήγητες συμπεριφορές ζώων, με περίεργες μορφές ή υπερφυσικές ιδιότητες. Συνήθως αναφέρονται ως «φανταξές», «διαόλια», «στοιχειά» κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις πιστεύεται ότι αυτά τα ζώα έχουν καταληφθεί από κάποιο «πνεύμα» ή «δαίμονα». Τέτοιες ιστορίες υπάρχουν διάσπαρτες σε όλη την Ελλάδα ενώ παρουσιάζουν διαφορές και ομοιότητες μεταξύ τους από τόπο σε τόπο. Τις παρακάτω ιστορίες μοιράζεται ο Α. Φ.

Μέσα από τη λαϊκή μας παράδοση, «ξεπετάγονται» κάποιες ιστορίες που μπορεί μεν να μην γνωρίζουμε την αιτία της δημιουργίας τους, αλλά σίγουρα μας εξάπτουν τη φαντασία και το ενδιαφέρον. Ο γραφικός οικισμός του Νοφαλιά που βρίσκεται στο μέσο του βόρειου Απάνω Μεραμπέλλου είναι η καταγωγή της αφηγήτριάς μου και με αφορμή την προσωπική της εμπειρία ξεκίνησε αφήγηση…

Όταν επέστρεφε από το σχολειό και πηγαίνοντας στα ζώα συνάντησε ανάμεσα σε δυο πέτρες ένα φίδι,που όπως το περιγράφει η ίδια σαν να είχε ένα σιδερένιο σκεύος (ένα τσουκάλι) στο κεφάλι. Τρομαγμένη λοιπόν, δεν συνέχισε από τον ίδιο δρόμο αλλά, μέσα από τα χωράφια, έφτασε τελικά στον προορισμό της και άρχισε να διηγείται το συμβάν. Εκεί η μητέρα της είπε για το φίδι με τα κέρατα, το «στοιχειό των ζώων» όπως το αποκαλούσαν. Αν τυχαία το συναντούσες στο διάβα σου έπρεπε να του ρίξεις ένα λευκό πανί κι εκείνο θα σου άφηνε το ένα από τα δυο του κέρατα. Έπειτα έπρεπε να το περάσεις από σαράντα κύματα και σαράντα λειτουργίες (καθαρά συμβολικός αριθμός στην θρησκευτική μας παράδοση) για να σου φέρνει καλοτυχία και ευμάρεια.

Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της μάνας της για τον «Παντερμάρα», έναν πλούσιο κτηνοτρόφο ο οποίος είχε αρκετούς εργάτες. Στο χωράφι με τα ζώα υπήρχε ένα τέτοιο στοιχειό τυλιγμένο σε μια ασγουρλίδα (άγρια ελιά) και κάθε φορά που τελείωναν οι εργάτες το άρμεγμα κατέβαινε και έπινε όσο γάλα ήθελε και μετά ανέβαινε και τυλιγόταν πάλι στην ασγουρλίδα. Μια μέρα ένας νέος εργάτης ο οποίος δεν γνώριζε για το στοιχειό το θεώρησε βάρος και αναστέναξε για την καθυστέρηση της εργασίας τους… Το στοιχειό τελικά δεν εμφανίστηκε ξανά και τα ζώα άρχισαν να αρρωσταίνουν, να κουτσαίνουν και να λιγοστεύει η απόδοσή τους σε γάλα.

Μια άλλη ιστορία λέει για μια οικογένεια η οποία είχε κι εκείνη ζώα. Καθώς τα έβαζαν στο στάβλο να «σταλίσουν» (σταλίζω: οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος για να αναπαυτεί, αναπαύομαι σε σκιερό τόπο [για κοπάδι]) ερχόταν το στοιχειό ανάμεσά τους και τυλιγόταν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μοιάζει με ένα κοφίνι. Όταν έφευγαν τα ζώα, πήγαινε κάτω από μια πέτρα και κρυβόταν απ’ όπου φαινόταν μόνο το τελευταίο μέρος της ουράς του. Ένας άνθρωπος μάλλον από περιέργεια με ένα μαχαίρι την έκοψε και το στοιχειό αφού σφύριξε έντονα από τον πόνο εξαφανίστηκε και όπως έλεγε ο ίδιος σαν να σείστηκε η γη σ’ αυτό το μέρος, φυσικά μετά από αυτό τα ζώα είχαν την ίδια μοίρα με το προηγούμενο περιστατικό.

Ψάχνοντας διαπίστωσα ότι υπάρχουν αντίστοιχες ιστορίες και αντιλήψεις σε περιοχές της Κεφαλονιάς, της Μάνης της Καλαμάτας και αλλού όπου αναφέρονται για τον «κερασφόρο όφι ή Λιοκόρνο (φίδι που φέρει κέρατα). Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, σε εκείνες τις περιοχές έλεγαν ότι όποιος είχε στην κατοχή του το κέρατο από το “λιοκόρνο” μπορούσε με αυτό να γιατρέψει το δάγκωμα του φιδιού! Μια τέτοια εκδοχή αναφέρει ο Νικόλαος Πολίτης στις “Παραδόσεις” του:

«Τα μεγάλα φίδια έχουν ένα κέρατο στο κεφάλι˙ όποιος το εύρει δεν φοβάται απὸ δαγκαματιὰ φιδιού και ημπορεί με αυτὸ να γιατρεύει και άλλους. Όποιο φίδι έχει το κέρατο το λέγουν λιοκόρνο και πρέπει να πέσει στη θάλασσα. Μια φορά ένας παπάς απὸ ένα χωριὸ της Κεφαλλονιάς είδε στο δρόμο πλήθος αμέτρητο φίδια˙ εστάθη παράμερα, εκοίταξε καλά, και είδε το λιοκόρνο που πήγαινε μπροστὰ κι απὸ πίσω το ακολουθούσαν όλα τα φίδια. Άμα έφτασαν στο περιγιάλι εστάθηκαν, το λιοκόρνο έτριψε το κεφάλι του στον άμμο και έπεσε στη θάλασσα. Όταν έφυγαν τα φίδια επήγε ο παπάς στο μέρος που εστάθη το λιοκόρνο, έψαξε στον άμμο, ηύρε το κέρατο και το επήρε στο σπίτι του. Εις τη Μάνη πάλι λιόκουρνο λέγουν το άγριο φίδι˙ έχει και αυτὸ κέρατο και όταν έρθει ο καιρός του πέφτει, ως του αλαφιού. Όποιος το εὕρῃ το μεταχειρίζεται για το δάγκαμα των φιδιών. Το κέρατο αυτὸ το λέγουν και λιόκουρνο και παντζέχρι. Εις τη Μεσσηνία όμως το λέγουν λιόκρινο, το βουτούν σ’ ένα ποτήρι νερό, και αυτὸ το νερὸ το δίνουν εις τον δαγκωμένο να πιει για να περάσει».

Α.Φ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Αρέσει σε %d bloggers: