Θρύλοι της Κρήτης – Οι Εκκλησίες με τα τελώνια
Στη λαϊκή παράδοση βρίσκουμε συχνά αναφορές για κακόβουλα πνεύματα που προέρχονται από αβάπτιστα νεκρά παιδιά. Τους παλιούς καιρούς, τα αβάπτιστα βρέφη που πέθαιναν (ή τα έπνιγαν οι μητέρες για να κρύψουν τη ντροπή της απιστίας) τα έθαβαν έξω από κάποιο ξωκκλήσι. Οι εκκλησίες στις οποίες έθαβαν τα βρέφη συνήθως στοιχειώνονταν και εγκαταλείπονταν. Οι ψυχές των βρεφών, επειδή ήταν αβάπτιστα, μετατρέπονταν σε μικρούς δαίμονες. Τα κακόβουλα αυτά πνεύματα ονομάζονται τελώνια. Σε άλλες περιοχές ονομάζονται και χαμοδράκια ή σμερδάκια, στοιχειά που επιτίθοντο σε βοσκούς ή το κοπάδι τους. Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης τα είχε συνδέσει με την αρρώστια των ζώων «άνθρακας». Τα χωριά σε ολόκληρη την Ελλάδα βρίθουν από ιστορίες με τελώνια ή χαμοδράκια. Τέτοιες ιστορίες βρίσκουμε και στην Κρήτη και μάλιστα στην περιοχή μας. Στην Κριτσά, στην τοποθεσία Τσικαλόχωμα, υπάρχει η «εκκλησία με τα τελώνια». Πρόκειται για την ερειπωμένη εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στην οποία έθαβαν τα αβάπτιστα βρέφη. Δείτε τις φωτογραφίες και το βίντεο του Λεωνίδα Κλώντζα που τραβήχτηκαν για λογαριασμό της εφημερίδας Ανατολή:



πηγή: http://www.anatolh.com
Στο Βραχάσι υπάρχει ακόμα μια τέτοια εκκλησία, το ξωκκλήσι του Αστρατήγου στο οποίο επίσης θάβανε αβάπτιστα παιδιά. Οι παρακάτω ιστορίες αφορούν αυτό το ξωκκλήσι.
Κατεβαίνοντας από την Καραπιδιά και σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου ο παλιός πλακόστρωτος δρόμος χωριζόταν στα δύο. Στην βορειοδυτική πλευρά με κατεύθυνση προς τον Άγιο Πέτρο ο δρόμος περνούσε μπροστά από το εξωκκλήσι του Αστρατήγου. Το εγκαταλελειμένο απόμερο και φτωχικό εκκλησάκι ήταν κρυμμένο από τα δέντρα και ριζωμένο στην μικρή λαγκαδιά ξεχασμένο από τον Θεό και τους ανθρώπους. Ελάχιστοι οι προσκυνητές και ακόμα λιγότεροι οι πιστοί για ν’ ανάψουν το φτωχικό καντηλάκι. Όσο για τα παιδιά ούτε λόγος να γίνεται. «Φύλαγε τα ρούχα σου νάχεις τα μισά » «Γύρευε τη δουλειά σου να μην γραντίσουμε» μου έλεγε η μάννα μου και πάντα μασούσε τα λόγια της.
Στα ψηλά κυπαρίσσια, που κυριαρχούσαν στον χωματένιο περίβολο, οι κοράκοι με τις φωνές τους έδιναν ένα απόκοσμο ρεσιτάλ στο, ήδη, παρεξηγημένο εκκλησιδάκι. Αν συνέβαινε να περάσεις προς το τέλος της ημέρας, η εικόνα του τοπίου σου άλλαζε σχεδόν αυτομάτως την διάθεση. Λίγο το ελαφρύ σκοτάδι, λίγο η μαυρίλα των κυπαρισσιών και της λαγκαδιάς, λίγο ο αέρας που κουνούσε τα κλωνάρια τους, λίγο οι περίεργοι ίσκιοι από το κούνημα των δέντρων, λίγο οι άγριες φωνές από τις σκουλούπες και περισσότερο οι διαδόσεις, συνέθεταν το κατάλληλο σκηνικό μιας ταινίας τρόμου. Ο φόβος όμως είναι το καλύτερο διεγερτικό στην παιδική φαντασία και οι ερωτήσεις δεν σταματούσαν στη μάνα μου.
Γιατί να μην περνώ από τον Αστράτηγο μαμά; Επέμενα να ρωτάω και προσπαθούσα να βρω μια λογική απάντηση σε μια άστοχη ερώτηση. Υπάρχει όμως μια λογική απάντηση σε μια ερώτηση που είναι εκ των προτέρων υποθηκευμένη στους θρύλους και τις δυσιδαιμονίες; Υπάρχει το κουράγιο σε μια μάνα, που αγωνίζεται να προστατέψει το παιδί της, να πάει ενάντια στην καθημερινότητα της εποχής; Είναι πολύ φυσικό οι απαντήσεις και οι συμβουλές της να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις διαδόσεις και τους ανθρώπινους φόβους και αδυναμίες.
«Όταν είσαι αμοναχή να πηγαίνεις από το ξεστράτι του Πετριά που σε βγάζει ντρέτα στον Άγιο Πέτρο. Να μην περνάς από τον Αστράτηγο γιατί μπορεί αυτή την ώρα να κλαίνε τα τελώνια. Πολλοί είναι οι ανθρώποι που έχουν ακούσει το κλάμα τους. Οι ψυχοπονιάρηδες και αλαφροϊσκιωτοι που πήγαν να βοηθήσουν βρήκαν τον μάστορα τους. Αλλονών σάλεψε το μυαλό και άλλοι έβγαλαν το σαρικλίκι. Ψεύτικα είναι τα κλάματα τους. Αερικά του έξω απ’ εδώ είναι. Εκεί είναι θαμμένα τ’ αβάφτιστα που δεν πρόλαβαν να γίνουν χριστιανάκια. Στην μεταθανάτια ζωή η ψυχή τους κακανθρώπισε και έγιναν τελώνια. Το καταμεσήμερο και τα μεσάνυκτα χαλούνε τον κόσμο με τα κλάματα τους και θέλουν τις μανάδες τους να τ’ αρνέψουνε. Αν γελαστείς και πας, αυτά είναι μεταμορφωμένα σε αερικά και αλιμονό σου Πολλές φορές φοβερίζουν τα ζούμπερα και αυτά κόβουν τα σχοινιά και τρέχουν σαν τα ξετρουμισμενα. Άλλες φορές οι γάιδαροι από το φόβο τους σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και ρίχνουν και την πραμάτεια και τον αναβάτη. Φτάνουνε όσα έχομε. Δεν θελομε κι άλλα.»
Με τον επίλογο αυτό τερματιζόταν η συζήτηση κι εγώ είχα παγώσει από το φόβο μου. Τα τελώνια έφερνα ένα σωρό φουρτούνες στο παιδικό μυαλό και στην φαντασία μου. Πώς μπορεί ένα μωρό που δεν πρόλαβε να καλημερίσει τον ήλιο να τιμωρείται για πράξεις που δεν έκανε; Πώς γίνεται ένα απροστάτευτο βρέφος να κάνει τόσες σκανταλιές και να βγάζει τόσες κακίες; Γιατί να τιμωρούνται μωρά για πράξεις που ούτε έκαναν ούτε επέλεξαν; Φαίνεται που η παροιμία του λαού έγινε γι’αυτον τον θρύλο: «οι γονείς τρώνε τ’ όξινα και τα παιδιά μουδιάζουν«.
Της Γεωργίας Λαζαράκη
Ακόμα μια ιστορία από το Βραχάσι:

Ήταν η εποχή που τέλειωνε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος γύρω στα 1944 και οι Γερμανοί ετοιμαζόταν να αδειάσουν τα μέρη μας. Πολλοί χωριανοί, έμεναν στο Σίσι, άλλοι εργαζόμενοι στα κτήματά τους και άλλοι μορφωμένοι κι ανήμποροι για γεωργικές εργασίες, αλλά λάτρεις του καθαρού αέρα και της αλμύρας της θάλασσας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κωστής Γιανναδάκης, πτυχιούχος δικηγόρος αλλά ουδέποτε δικηγορήσας. Ασχολιόταν περισσότερο με τη δημοσιογραφία εκδίδοντας διάφορα περιοδικά. Η κατοικία του στο Βραχάσι ήταν απέναντι από την δικιά μας, όπου έμενε ο αδελφός του Δημήτρης με τη μητέρα του Εργίνα. Ένα πρωινό γύρω στις 11 μας επεσκέφθη, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ερχόταν στο χωριό, μια και η σχέσεις μας οικογενειακές ήταν πολύ καλές. Η μητέρα του καθημερινά ερχόταν στο σπίτι μας προσπαθώντας να επουλώσει τη μοναξιά της και να ζητήσει κάποια βοήθεια από τη μητέρα μου και τη φιλενάδα της, γιαγιά μου Ευθαλία. Η όψης του φαινόταν τρομαγμένη σαν να ήθελε κάπου να βρει συμπόνια και παρηγοριά, μετριάζοντας το φόβο που του είχε δημιουργήσει κάποιο πάθημά του. Η μητέρα μου του έφτιαξε μία ζεστή φασκομηλιά, ρόφημα της εποχής και δυο μανταρίνια από τον κήπο μας. Πίνοντας τη φασκομηλιά, άρχισε την αφήγησή του. Η μητέρα μου τον παρακολουθούσε με προσοχή στην αφήγησή του κι εγώ ανυπομονούσα να μάθω για το πάθημά του. Χθες το βραδάκι απεφάσισα να έλθω στο χωριό, προκειμένου να ανεφοδιαστώ με τρόφιμα που μου είχαν τελειώσει. Αποφάσισα να ξεκινήσω γύρω στις εννέα το βράδυ περπατώντας ελείψει άλλου μέσου. Ο καιρός ήταν χειμωνιάτικος, έτοιμος να βρέξει. Φόρεσα ένα παλιοπάλτουδο που είχα και έφυγα.
Περνώντας την εκκλησία του Αγίου Πέτρου και ανηφορίζοντας για το εκκλησάκι του Αστράτηγου, έπιασε μια δυνατή μπόρα, άνοιξαν οι ουρανοί. Έτρεξα τότε να προστατευθώ στην Εκκλησία του Αστράτηγου όπως λεγόταν. Η πόρτα ήταν πρόχειρα ασφαλισμένη και έτσι δεν δυσκολεύτηκα να την ανοίξω. Μπαίνοντας μέσα , πριν καλά καλά κάνω δυο βήματα, δέχτηκα ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο μου από κάποιο αόρατο πρόσωπο, που έχασα τον εαυτό μου. Μόλις συνήλθα και θυμήθηκα τις διάφορες ιστορίες με τα τελώνια, που κυκλοφορούσαν στο χωριό και τα πολλά παθήματα χωριανών που μεταφερόταν σαν ιστορίες από τα παλιά, τρομάζοντας τα παιδιά. Έφυγα τρέχοντας αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα της Εκκλησίας και μέσα στη βροχή που δεν σταματούσε και στις βροντές και αστραπές που έσχιζαν τον ουρανό, μοναδικό φως στο σκοτάδι της νύχτας, αυξάνοντας τον τρόμο μου έφτασα στο χωριό. Εγώ άφωνος με το στόμα μου ανοιχτό παρακολουθούσα τα παθήματά του, φέρνοντας στο μυαλό μου τόσες και τόσες ιστορίες που λεγόταν για τα τελώνια του Αστράτηγου. Η μητέρα μου για να του συμπαρασταθεί μετριάζοντας τον τρόμο του, άρχισε να του αραδιάζει πολλές περιπτώσεις που μπορεί να συνέβησαν. Το μοναστήρι στον Αστράτηγο είναι μοναχικό μέσα στα κυπαρίσσια και τα πεύκα. Ασφαλώς και φωλιάζουν μέσα νυχτερίδες, κουκουβάγιες, ίσως και άγρια πουλιά. Ανοίγοντας εσύ την πόρτα φοβήθηκαν και φεύγοντας ένα από αυτά σε χτύπησε. Μη φοβάσαι, κάτι τέτοιο πιθανώς να συνέβη. Ο Κωστής ακούγοντας την μητέρα μου μπόρεσε να συνέλθει αρκετά και τελειώνοντας και τη φασκομηλιά του, έφυγε για το σπίτι του προκειμένου να ετοιμάσει την πραμάτεια του και να φύγει για το Σίσι. Σε λίγο οι Γερμανοί βιαστικοί έφυγαν από τα μέρη μας για τα Χανιά όπου συγκεντρώθηκαν και αργότερα παραδόθηκαν στους συμμάχους. Φεύγοντας εγκατέλειψαν τα παράλιά μας γεμάτα από νάρκες, μια και δεν μπορούσαν να τις πάρουν μαζί τους, ενώ τα πυρομαχικά τα ανατίναξαν. Οι Σισώτες φεύγοντας οι Γερμανοί, άρχισαν να αφοπλίζουν τις νάρκες παίρνοντας το μπαρούτι κάνοντας δυναμίτες για το ψάρεμα. Πολλοί χωριανοί βρήκαν το θάνατο από απροσεξία στις νάρκες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κωστής. Τραυματίστηκε βαριά στα κάτω άκρα και στη μέση. Τυραννίστηκε μερικούς μήνες και τελικά πέθανε. Τότε η μητέρα μου κι όλη η οικογένεια που ήξερε το πάθημα του στον Αστράτηγο μονολόγησε: «Τον πήρανε τα τελώνια.»
Του Γεωργίου Ιεραπετρίτη
Οι ιστορίες για το Βραχάσι προέρχονται από την ιστοσελίδα https://www.nostimonimar-online.com/